Ο Χριστός σήκωσε τον σταυρό, ως τρόπαιο
κατά του διαβόλου, γι’ αυτό και εκούσια τον μετέφερε.
Τον σήκωσε όμως κι ο Σίμων ο Κυρηναίος που ήταν άνθρωπος, για να γίνει φανερό σε όλους ότι ο Κύριος δεν πεθαίνει τον δικό του θάνατο, αλλά τον θάνατο των ανθρώπων.
Τον σήκωσε όμως κι ο Σίμων ο Κυρηναίος που ήταν άνθρωπος, για να γίνει φανερό σε όλους ότι ο Κύριος δεν πεθαίνει τον δικό του θάνατο, αλλά τον θάνατο των ανθρώπων.
Ο διάβολος δεν ήθελε με τίποτε να
κατέβει ο Θεός στον άδη. Έπεσε από τον ουρανό, διώχτηκε από τη γη,
απομακρύνθηκε από τον αέρα και επιπλέον ντρεπόταν διότι υπεσχέθη μεγάλα
πράγματα και δεν έκανε τίποτε.
Αφού νικήθηκε από παντού του έμεινε
μόνο ο άδης. Φοβόταν να μη κατέβει ο Χριστός στον άδη και προσπαθούσε να
συγκρατήσει τον Χριστό από το να σταυρωθεί. Ενδιαφερόταν ο διάβολος να
ονειδίζεται ο Κύριος από τους Ιουδαίους και επιθυμούσε να τον κάνει να κατέβει
από τον σταυρό και να μη κατέβει στην άδη και βρεθεί μεταξύ των νεκρών για να
μπορεί να εξουσιάζει τους νεκρούς.
Έβαζε τους Φαρισαίους να λένε: «τους
άλλους έσωσε. Τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει. Αν είναι ο βασιλιάς του
Ισραήλ, άς κατέβει από τον σταυρό και θα πιστέψουμε σε αυτόν». Αυτό που ήθελε
δηλαδή ο διάβολος ήταν να αποφύγει ο Κύριος τον θάντο. Ο Χριστός όμως που είναι
πραγματικά Σωτήρας, που δεν ζητάει τα δικά του, αλλά τα δικά μας ήθελε να γίνει
γνωστός ως Σωτήρας, όχι σώζοντας τον εαυτό του, αλλά με το να λυτρώσει την
κτίση.
Ο γιατρός δεν αποδεικνύει ότι είναι
γιατρός με το να είναι ο ίδιος υγιής, αν δεν αποδείξει την επιστήμη του στους
ασθενείς κι ο ήλιος δεν φαίνεται φωτεινός αν κρατάει τις ακτίνες για τον εαυτόν
του και δεν τις σκορπίσει στην οικουμένη και δεν φωτίσει με αυτές το σκοτάδι.
Έτσι κι ο Χριστός δεν έσωζε τον εαυτόν του, αφού δεν είχε αναγκη σσωτηρίας
όντας ο ίδιος Σωτήρας. Ο θάνατος του σωτήρα φέρνει στους ανθρώπους περισσότερη
πίστη και σωτηρία παρά η κάθοδος από τον σταυρό.
Ο διάβολος έχασε και τον ληστή που ήταν
πάνω στον σταυρό, εκείνον που παλαιότερα τον είχε πείσει να βλαστημάει και να
κλέβει, τον έβλεπε τώρα να πιστεύει στον Χριστό και να μεταφέρεται στον
παράδεισο. Ο άδης αδειάζει και όλοι πανηγυρίζουν. Ο διάβολος, καθισμένος στις
πύλες του, παρακολουθεί τους πεθαμένους να ξαναζούν, τους αιχμαλώτους να
ελευθερώνονται και τους αγίους να υποδέχονται τους συντρόφους του Αδάμ και
όλους μαζί να χτυπούν τύμπανα χαράς. Βλέπει τον εαυτό του να λαφυραγωγείται κι εκείνους
που έκλαιγαν κάποτε κάτω από την εξουσία του να ψάλλουν τώρα στον Κύριο. Έτριζε
τα δόντια του, διότι όλη η κτίση αγανάκτησε-επαναστάτησε, αφού η γη σείστηκε κι
οι πέτρες σχίζονταν κι ο ήλιος ακόμη μάζεψε τις ακτίνες του και γύρισε αλλού το
πρόσωπό του.