Η σύνδεση του Σταυρού με την σωτηρία
του ανθρώπου από τον Ιησού Χριστόν έγινε σύμβολο θυσίας και προεικονίσεως της
Αναστάσεως. ΄Ετσι ο Σταυρός στον Χριστιανισμό αποτελεί έμβλημα σωτηρίας.
Ενας από τους γνωστότερους υμνογράφους
της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης (έζησε κατά τα τέλη του 7ου και αρχές
του 8ου αιώνος), εκφράζοντας τη θεολογική σημασία του Σταυρού, που ήδη
καθιερώθηκε στην χριστιανική Παράδοση, τονίζει ότι ο Σταυρός αποτελεί την
ελπίδα των χριστιανών, ότι είναι ο σωτήρας των απεγνωσμένων, «ο δωτήρ της
υγείας, η ζωή των νενεκρωμένων, πρόγραμμα ευσεβείας, φίμωτρον βλασφημίας, όπλον
κατ’ εχθρών, σκήπτρον βασιλείας, διάδημα κάλλους, ράβδος δυνάμεως, έρεισμα
πίστεως, βακτηρία γήρους, οδηγός τυφλών, φως των εν σκότει, παιδωτής αφρόνων,
διδάσκαλος νηπίων, αναίρεσις αμαρτίας, ένδειξις μετανοίας, υπογραφεύς
δικαιοσύνης, κλίμαξ εις ουρανόνάγουσα, οδός προς αρετήν οδηγούσα, ζωής
πρόξενος, θανάτου λύσις, φθοράς αλλοτρίωσις, πυρός σβεστήριον, προς Θεόν
παρρησία, κλείς ουρανών βασιλείας, φύλαξ εν νυκτί, εν ημέρα πύργος, εν σκότει
χειραγωγός, εν ευθυμία χαλινός, εν αθυμία ψυχαγωγός, ικέσιος, φίλιος,
συνήγορος, προασπιστής, επίκουρος («ύμνος από την ακολουθία της Υψώσεως του
Τιμίου Σταυρού, P.G. 97, 1020 και
εξής»).
Διά του Σταυρού εκδηλώνεται
πλουσιοπάροχα στον κόσμο το πλήθος της αγάπης της φιλανθρωπίας του Θεού. Γι’
αυτό το σημείο του Σταυρού στην λατρεία και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας
εξυπηρετεί ακριβώς την αναγνώριση αυτής της πίστεως εκ μέρους των πιστών. Η
έναρξη και η λήξη κάθε λειτουργικής πράξεως ή τελετής ( ακόμη και
πραγματοποίηση κάθε σημαντικού έργου στην προσωπική μας ζωή) σηματοδοτείται
πάντοτε διά του σημείου του Σταυρού.
Όπως είπαμε, ο Σταυρός συνδέεται άμεσα
με την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Από του Αδάμ μέχρι και της
εποχής της γεννήσεως του Ιησού Χριστού οι άνθρωποι έκαναν τόσες μεγάλες αδικίες
(αμαρτίες), έτσι ώστε να γίνουν άξιοι του πιο ατιμωτικού θανάτου. Και η πιο
ατιμωτική μορφή θανάτου στις αρχές του 1ου αιώνα ήταν ο σταυρικός θάνατος.
Επειδή όμως ο Θεός έβλεπε ότι αν και οι κοινοί άνθρωποι πέθαιναν επί του
σταυρού θα έμεναν για πάντα νεκροί, από αγάπη προς εμάς, φροντίζει να σταυρωθεί
στη θέση μας ο αναμάρτητος αθώος Υιός του, έτσι ώστε ως αθάνατος Υιός και Λόγος
του Θεού, με τον θάνατο του να νικήσει τον θάνατο («Χριστός Ανέστη εκ νεκρών
θανάτω θάνατον, πατήσας…»). Αυτό το επίτευγμα της ανθρωπίνης φύσεως του Ιησού
Χριστού πραγματοποιείται διότι ήδη η υπόσταση της Θεότητας του Λόγου προσέλαβε
ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως και ασυγχύτως την ανθρώπινη φύση.
Η πραγματικότητα της θεώσεως της
ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού, λόγω της ενότητος
της ανθρωπίνης φύσεως, δημιουργεί τη δυνατότητα σε όλους τους ανθρώπους που
ακολουθούν τις εντολές του Ιησού Χριστού να γίνουν αδελφοί του, να φθάσουν
δηλαδή με την χάρη του Θεού στην προσωπική τους θέωση.
Ετσι, αν με την πτώση του Αδάμ και της
Εύας, λόγω πάλι της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως (μία ανθρώπινη φύση που
μετέχουν αυτής όλα τα επί μέρους πρόσωπα), όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με το
προπατορικό αμάρτημα, που εκφράζεται ως ροπή προς την αμαρτία εξαιτίας της
αμαυρώσεως του κατ’ εικόνα Θεού που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, με το θείο
Βάπτισμα ο χριστιανός απεκδύεται τον παλαιόν άνθρωπο της πτώσεως στην αμαρτία
και ενδύεται τον νέον άνθρωπο, τον Ιησού Χριστόν («όσοι εις Χριστόν
εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε»). Ο σταυρός διά της Σταυρώσεως του Ιησού
Χριστού, από σύμβολο εξευτελισμού και ατιμώσεως γίνεται σύμβολο θυσίας, δόξας
και τιμής, γίνεται το μέσο της νίκης κατά του θανάτου, γίνεται σύμβολο της
Αναστάσεως.
Η ζωή του καλού χριστιανού είναι πορεία
προς τη ζωή του Χριστού. Κι αυτή η πορεία για να φτάσει στην Ανάσταση, περνά
απαραίτητα από την Σταύρωση του Γολγοθά
(«τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν Κύριε,
και την αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν»). Γι’ αυτό στην Ευαγγελική περικοπή της
σημερινής εορτής ο Ιησούς Χριστός, από αγάπη και ενδιαφέρον, μας παροτρύνει με
σαφήνεια τι πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε από τον θάνατο και να γίνουμε
αδελφοί του, κατά χάριν παιδιά του Θεού, δηλαδή Θεοί, όπως η θεωθείσα ανθρώπινη
φύση του Ιησού Χριστού. Μας λέει λοιπόν: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν,
απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μου. Ός γαρ αν
θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν, ός δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν
ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν
κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχή αυτού; (Μάρκου 8, 34β-36). Πρέπει
δηλαδή «να πεθάνεις πρίν να πεθάνεις για να μή πεθάνεις όταν πεθάνεις».
Ανάλογα με το βαθμό, που ο άνθρωπος ζει
και συνειδητοποιεί την πραγματικότητα της Σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού,
βρίσκει και τη δύναμη, με την χάριν του Θεού, ν’ ακολουθεί στη ζωή του με
συνέπεια τις ευαγγελικές προτροπές. Εκεί που συμβαίνει αυτό, μπορούμε με
ακλόνητη πίστη στον Θεό να ενώσουμε τις φωνές μας με την προσευχή του ιερού
Αυγουστίνου:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, το γλυκύτατον
τέκνον του ουρανίου Πατρός, τι άραγε κακόν έπραξες, ώστε να υποστείς την
φοβεράν του σταυρού καταδίκην; Ποίον είναι το έγκλημά σου, ώστε να υποφέρεις τα
τόσον φοβερά παθήματα του θανάτου; Ποίον είναι το ανόμημά σου; Ποία η ενοχή
σου; Ποία του θανάτου σου η αιτία; Ποία η δικαιολογία της καταδίκης σου; Εγώ ο
αμαρτωλός άνθρωπος, εγώ είμαι η πληγή σου, η οποία σου προξενεί τους πόνους
επάνω εις τον σταυρόν. Εγώ είμαι η αφορμή του θανάτου σου, εγώ ο εγκληματίας,
χάριν του οποίου σύ ο αναμάρτητος εδικάσθης. Εγώ είμαι η αιτία ένεκα της οποίας
σύ ετραυματίσθης και έπαθες και εδοκίμασες τους οδυνηρούς πόνους του σταυρικού
θανάτου.
…Διότι πράγματι, εγώ ο άνθρωπος
κατεπάτησα του θείου νόμου τας εντολάς, σύ δε εδικάσθης αντί εμού. Εγώ έπραξα
το πονηρόν, και σύ υπέστης την καταδίκην. Εγώ ημάρτησα, και σύ ετιμωρήθης με το
φραγγέλιον. Εγώ υπερηφανεύθην, και σύ εδοκίμασες εξευτελισμούς. Εγώ εφλογίσθην
από την έπαρσιν και αλαζονείαν, και σύ περιεφρονήθης. Εγώ έγινα παρήκοος εις
τας εντολάς του Θεού, και σύ, με την μέχρι θανάτου υπακοήν σου εις το θέλημα
του ουρανίου Πατρός, επλήρωσες το πταίσμα της ιδικής μου παρακοής. Εγώ
παρεδόθην ως ακρατής εις την πολυφαγίαν και καλοπέρασιν, και σύ επείνασες και
εστερήθης εις τον επίγειον βίον σου. Εμέ ο πειρασμός της αμαρτίας εδελέασε και
παρέσυρεν, όπως άλλοτε ο όφις του απηγορευμένου καρπού προσείλκυσε τον Αδάμ και
τον έκαμε παραβάτην της εντολής του Θεού, ενώ Σέ, η τελεία προς τους ανθρώπους
αγάπη, ανεβίβασεν επάνω εις το ξύλον του σταυρού.
…Τι λοιπόν Κύριε, ο βασιλεύς μου και ο
Θεός μου, τι να σου ανταποδώσω δι’ όλας τας ευεργεσίας σου και τας δωρεάς σου,
τας οποίας μου έδωκες;
…Και όμως υπάρχει, ώ Υιέ του Θεού, ως
προς αυτήν την παράδοξον οικονομίαν της σωτηρίας μας, υπάρχει τρόπος ώστε και η
ιδική μας αδυναμία και πτωχεία να γίνη ικανή οπωσδήποτε ν’ ανταποδώση εις σέ.
Αυτό θα γίνη, εάν με την ιδικήν σου επίσκεψιν και βοήθειαν, η ψυχή μου συγκινηθείσα
αποφασίσει να σταυρωθεί, ως προς την αμαρτίαν, και να νεκρώσει τον σαρκικόν
άνθρωπον μαζί με τα πάθη και τας επιθυμίας αυτού. …
Ώ Κύριε, ρίψε επάνω εις τας πληγάς της
ψυχής μου ως φάρμακον το έλεος σου και την βοήθειάν σου, την οποίαν εξ αρχής
παρέχεις εις τους πιστεύοντας, ούτως ώστε αφού αποπτύσω την δηλητηριώδη χολήν,
με την οποίαν με δηλητηρίασε η έχιδνα της αμαρτίας, να φθάσω εις την τελείαν
ψυχικήν υγείαν, με την οποίαν με εδημιούργησες εξ αρχής, αφού δε δοκιμάσω και
πίω το γλυκύ ποτόν της αγάπης προς σέ, να περιφρονήσω όλας τας αμαρτωλάς
απολαύσεις του κόσμου, αι οποίαι τώρα μαγεύουν και προσελκύουν την ψυχήν μου.
…Σε παρακαλώ, Κύριε, δός μοι την χάριν
αυτήν, να μη με ευχαριστεί τίποτε απολύτως μακράν από σέ, τίποτα χωρίς εσένα να
είναι ευχάριστον εις εμέ”.