Η Βυζαντινή υμνογραφία, ύμνησε την
ιστόρηση του Πάθους, του θανάτου, της ταφής, της καθόδου στον άδη και της
Ανάστασης του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Η ιστορική πραγματικότητα και η δογματική
αλήθεια έγινε το καθημερινό τραγούδι της Εκκλησίας, που υμνεί το θείο Πάθος,
αγάλλεται για τη νίκη του Σταυρού και δοξολογεί το Θεό για την εκδήλωση της
άπειρης φιλανθρωπίας Του προς τον άνθρωπο. Στην Υμνολογία της Αγίας και Μεγάλης
Εβδομάδας σκιαγραφούνται με απαράμιλλη ψυχολογική βαθύτητα όλα τα ιστορικά
πρόσωπα που έλαβαν μέρος στο θείο δράμα, ενώ παράλληλα δένεται με μοναδικό
τρόπο ο συμβολισμός των σωτήριων γεγονότων με τη δογματική διδασκαλία της
Εκκλησίας.
Στα τροπάρια του Όρθρου του Μ.
Σαββάτου, μεταξύ άλλων, ψάλλεται για το Χριστό: Ἀνηρέθης,
αλλ’ οὐ διηρέθης, Λόγε, ῆς μετέσχες σαρκός. Εἰ
γάρ και λέλυταί σου ὁ ναός εν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους, αλλά και οὕτω μία ἦν ὑπόστασις
τῆς θεότητος και τῆς σαρκός σου. εν αμφοτέροις γάρ εῖς ὑπάρχεις Υἱός,
Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεός καιάνθρωπος. Στην ανθρώπινη φύση του Χριστού
ανακεφαλαιώθηκε η εκπεσμένη φύση του ανθρώπου. Η ατίμωση, που υπέστη κάθε μέλος
του Χριστού πάνω στο Σταυρό, έγινε για χάρη μας. Είχε όμως λυτρωτική δύναμη για
τα μέλη της δικής μας φύσης , τα οποία είχαν παραδοθεί στην αμαρτία και το
θάνατο. Στη Σταύρωση του Χριστού συμμετείχε κι έπασχε όλη η κτίση. Ό ήλιος
έχανε το φώς του και τα θεμέλια της γης συγκλονίζονταν. Όλα συνέπασχαν μ’
Εκείνον, που τα έκτισε. Μέσα σε αυτήν την προοπτική, η σωτηριολογία της
Ανατολικής Εκκλησίας αποκτά έναν έντονο ασκητικό χαρακτήρα, ο οποίος
παρουσιάζεται ήδη στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων, όπως για
παράδειγμα στο Μελίτωνα Σάρδεων και τον Ωριγένη. Ειδικότερα, τα πασχάλια
κείμενα του Μελίτωνα Σάρδεωνάσκησαν σημαντική επίδραση στην υμνολογία των
Παθών, όπου υμνείται η σωτηριολογική προοπτική του Πάθους του Θεανθρώπου
Κυρίου.
Μέχρι και των 4ο αιώνα,
οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες επιμένουν στα κείμενά τους και
τονίζουν τη πραγματικότητα του Πάθους και του θανάτου του Κυρίου. Ο
απολογητικός χαρακτήρας των κειμένων τους υπογραμμίζει τη βεβαιωμένη πίστη της
Εκκλησίας για το Θεάνθρωπο, κατοχυρώνει το σωτήριο πάθος Του και αποστομώνει
τους αιρετικούς Γνωστικούς, Δοκήτες, Υιοθετίτες και Αρειανούς, που
αμφισβητούσαν την αλήθεια του Σταυρού και τη πραγματικότητα του θανάτου του
Κυρίου. Ἐτσι, ο Σταυρός γίνεται το θεμέλιο της Εκκλησίας, η ελπίδα των
χριστιανών κι όλων των απελπισμένων, η δύναμη των αδυνάτων, το σύμβολο της
νίκης κατά των δαιμόνων, ο ιατρός των αρρώστων και η ασφάλεια της οικουμένης.
Στο πέρασμα των αιώνων διαμορφώθηκαν
αρκετές εορτές του Σταυρού οι οποίες καθιερώθηκαν εξ’ αφορμής κάποιου
σημαντικού γεγονότος. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη παλαιότερη ημέρα μνείας του
Σταυρού, τη Μ. Παρασκευή, την ανάμνηση της ευρέσεως του Τιμίου Ξύλου από την
Αγ. Ελένη, τη Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, τη Κυριακή της
Σταυροπροσκυνήσεως που προσφάτως εορτάσαμε καθώς και τις εβδομαδιαίες
αναμνήσεις του, την Τετάρτη και τη Παρασκευή, λόγω του συσχετισμού των ημερών
αυτών με τα Πάθη του Κυρίου.
Η Σταυρική θυσία του Κυρίου Ιησού Χριστού
αποτελεί το κορυφαίο κεφάλαιο στη διαδικασία της σωτηρίας του ανθρωπίνου
γένους. Διότι μυστηριωδώς πως, την Αγία εκείνη Παρασκευή της σταυρώσεως,
συντελέσθηκε στο φρικτό Γολγοθά η καταλλαγή ανθρώπου και Θεού, αυτό δηλαδή που
δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν οι αναρίθμητες θυσίες του προχριστιανικού
παρελθόντος. Αιτίας της θείας θυσίας υπήρξε αναμφίβολα η ανθρώπινη ανταρσία
κατά του Θεού και η κυριαρχία του κακού στην ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος, ως
τέλειο κι ελεύθερο δημιούργημα του Θεού, κάνοντας κακή χρήση του αυτεξουσίου
του, ξέπεσε από τον ανοδικό του προορισμό και έφθασε μέχρι τις εσχατιές της
πτώσης (Γεν. 3). Δεν δέχθηκε να προσφέρει πνευματική θυσία, αυτή της υπακοής
και της πίστεως στο λόγο του Θεού κι έτσι βρέθηκαν εκτός Παραδείσου. Η μεταστροφή
του ήταν αδύνατη πια διότι η φύση του είχε φθαρεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν
μπορούσε ο ίδιος με τις δικές του δυνάμεις να απολυτρωθεί. Η ενοχή του απέναντι
στο Θεό ήταν τόσο μεγάλη ώστε μόνο ο θάνατός του μπορούσε να διορθώσει αυτή την
ανταρσία και την ύβρη. Με αυτή όμως τη λογική έπρεπε να πεθάνει ολόκληρο το
ανθρώπινο γένος προκειμένου να εκλείψει μαζί του η αμαρτία και το κακό. Γι’
αυτό ο άνθρωπος, μέσα στη σκοτοδίνη της αμαρτίας, εφεύρε ως αντίδοτο την έννοια
της θυσίας, ως αντιπροσωπευτικό εξιλέωσης απέναντι στο δίκαιο Θεό. Έτσι λοιπόν,
αρχικά καθιερώθηκαν οι ανθρωποθυσίες και αργότερα η πρόοδος του ανθρωπίνου
πνεύματος τις αντικατέστησε με τις ζωοθυσίες, η αναποτελεσματικότητα των οποίων
όμως ήταν συνείδηση όλου του προχριστιανικού κόσμου, γι’ αυτό ήταν κι
επαναλαμβανόμενες. Οι θυσίες αυτές υπήρξαν τύποι της Μεγάλης Σταυρικής θυσίας
του Χριστού και οι ιερείς αυτών τύποι του Μεσσία Χριστού, ο οποίος εστάλη από
το Θεό Πάτερα για να λυτρώσει πραγματικά και μόνιμα τον άνθρωπο. Επιτέλεσε δε
το σωτήριο επί γής έργο Του, όπως είναι γνωστό δια του τρισσού αξιώματός του,
του προφητικού, του βασιλικού και του Αρχιερατικού με την επί του φρικτού
Γολγοθά θυσίας Του.
Η χάρις και η δύναμη του σταυρού δεν
οφείλεται λοιπόν στο σχήμα του αλλά στο γεγονός ότι υπήρξε το όργανο εκείνο διά
του οποίου ο Θεάνθρωπος Χριστός λύτρωσε τον κόσμο από την αμαρτία και το θάνατο
«θανάτῳ θάνατον πατήσας». Αποτελεί το θυσιαστήριο επί του οποίου ο Κύριος
προσέφερε τον εαυτό του θυσία καθολική, δηλαδή για όλο τον κόσμο, ως θύτης και
θύμα «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυροῦ» (Φιλ. 2,8).
Πορεύεται προς το θάνατο όχι ως κατάδικος αλλά ως βασιλεύς θυσιαζόμενος υπέρ
των υπηκόων Του, καθώς ο Ευαγγελιστής Λουκάς σημειώνει: «βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι,
και πως συνέχομαι ἕως οὖ τελεσθῇ» (Λουκ. 12,50).
Πάνω στο Σταυρό κορυφώθηκε όλη η
πτωχεία, η ταλαιπωρία και η οδύνη που έλαβε για εμάς, για να μας ελευθερώσει
από την κατάρα της αμαρτίας και του νόμου. Δια του Σταυρού μας συμφιλίωσε με το
Θεό Πάτερα και μας απέδειξε με το πιο πειστικό τρόπο πως μας αγαπά με άπειρη
αγάπη, ακόμη και την ώρα του Πάθους Του. Μας ένωσε σε ένα Σώμα και καθάρισε και
αγίασε ουρανό, αέρα και γη, διότι σταυρώθηκε κάτω από τον ουρανό, ανυψώθηκε
στον αέρα και το Πανάγιο Αίμα του έσταξε στη γη. Όταν κάποιος, αναφέρει ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς, ρώτησε ειρωνικά έναν από τους θεοφόρους Πατέρες μας αν
πιστεύει στον Εσταυρωμένο, εκείνος απάντησε: «ναι, πιστεύω σ’ αυτόν που
εσταύρωσε την αμαρτία». Στο Σταυρό απέδειξε ότι ο κόσμος τούτος δεν είναι η
τελική πραγματικότητα αλλά η οδός προς την αληθινή ζωή κάθε αγωνιζόμενου πιστού
χριστιανού. Και αυτό το φανέρωσε αποκαλύπτοντας τον εαυτό Του ως τον λυτρωτή
και ζωοδότη του σύμπαντος κόσμου, καταλύοντας οριστικά τις πανουργίες, τις
πλάνες και την δύναμη του διαβόλου στον άνθρωπο.
Ο απαθής, κατά την θεότητα, Χριστός
έπαθε για μας κατά την σάρκα. Η θεία του φύση παρεχώρησε, ώστε η ανθρώπινή Του
φύση να περάσει την προ του θανάτου αγωνία και τις οδύνες του Σταυρού. Προς
στιγμή η ανθρώπινη φύση δειλίασε στο κήπο της Γεθσημανή, υποτάχθηκε όμως στη
θεία φύση και θέληση και έπαθε «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Ἐπαθε
λοιπόν και απέθανε ο αναμάρτητος, υπέρ των αμαρτωλών. Και ο Κύριος υπήρξε ο
μόνος αναμάρτητος καθότι η ανθρώπινή Του φύση ενώθηκε με τη θεία φύση λόγω της
υποστατικής ενώσεως στο πρόσωπο του Θεού Λόγου. Ο Χριστός είναι και θύμα και
ιερεύς. Θύμα κατά το σώμα του και ιερεύς κατά την πνευματική του φύση. Ό ίδιος
και πρόσφερε τη θυσία και προσφερότανε σωματικά. Θυσία που έβαλε πρώτο μέσα στο
Παράδεισο έναν ληστή, αφού άλλαξε την πονηρή του σκέψη και συγκλόνισε τη
πέτρινη καρδιά του. Η Σταυρική αυτή θυσία του Θεανθρώπου δεν αποκάλυψε μόνο την
αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά φανέρωσε την πίστη, την υπακοή και την
αγάπη του Κυρίου προς τον Θεό Πατέρα. Ο Λόγος σαρκώθηκε, για να μπορέσει ως
άνθρωπος να πάθει, να πεθάνει, αλλά και να νεκρώσει τα πάθη της σάρκας. Ο
ζωοποιός Σταυρός αποκτά ένα βαθύ ασκητικό συμβολισμό και γίνεται όχι μόνο το
μέσο για την ανύψωση του ανθρώπου και την αποκατάσταση των σχέσεών του με το Θεό,
αλλά και το ουσιαστικό στοιχείο της μίμησης του Κυρίου. Ο Σταυρός ήταν
προηγουμένως υπόθεση ντροπής και τιμωρίας, τώρα όμως έγινε αφορμή δόξας και
τιμής. Μέσα απ’ αυτή την οπτική, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, το
μαρτύριο θεωρήθηκε ως ο πλέον αυθεντικός τρόπος μίμησης του Πάθους του Κυρίου.
Στα μεταγενέστερα χρόνια, η βυζαντινή ασκητική γραμματεία θα συνδέσει τον
ασκητικό βίο με το Πάθος κι έτσι, η ζωή του μοναχού, θα αποκτήσει τη σταυρική
της διάσταση και θα αποτελέσει αυθεντικό στοιχείο μίμησης του Πάθους του
Κυρίου.
Οι μοναχοί, αποδεχόμενοι τη σωτήρια
κλήση, αφήνουν τη πολυκύμαντη θάλασσα των παθών και ακολουθούν το Σωτήρα
Χριστό. Τον ακολουθούσαν στην ατίμωση και την οδύνη του Σταυρού, σταυρώνοντας
τη σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες της. Συνοδεύουν στο τάφο του Κυρίου,
θάβοντας τις γήινες επιδιώξεις του παλαιού ανθρώπου και νεκρώνοντας το
προσωπικό τους θέλημα στην υπακοή, σ’ εκείνη δηλαδή τη θεληματική δουλεία, που
οδηγεί στην αληθινή ελευθερία. Μετέχουν στην Ανάσταση, ανασταίνοντας μέσα τους
την εκπεσμένη θεία εικόνα, και μέσω της πνευματικής τελείωσης, ενδύνονται τη
δόξα του αρχέγονου κάλλους. Η αυτοπροαίρετη αγάπη του μοναχού προς τον Νυμφίο
των ψυχών, μιμητική της αγάπης προς τον άνθρωπο, είναι το θεμέλιο της μοναχικής
ζωής. Θυσία, μέσα από το θυσιαστήριο της καρδιάς, είναι η προσευχή του μοναχού,
όπου θυσιάζεται το θέλημα, συντρίβεται το εγώ, καταπνίγονται τα πάθη και
φονεύονται οι κακίες.
Ο θάνατος, ως εχθρός του παλαιού Αδάμ,
νικιέται από το νέο Αδάμ Χριστό. Πάνω στο Σταυρό, ο Χριστός δεν πέθανε τον
εχθρό θάνατο, το θάνατο της αμαρτίας και της υποταγής στο κράτος του διαβόλου,
αλλά πέθανε το φίλο και μακάριο θάνατο, αφού μ’ αυτόν θανατώθηκε η αμαρτία. Με
το θάνατό Του ο Χριστός κατάργησε τον εχθρό θάνατο. Το θάνατο, που ήρθε
εξαιτίας της πτώσης του ανθρώπου και ο οποίος καταλύθηκε από την Ανάσταση. Ο
θάνατος καταργείται μ’ αυτόν τον ίδιο το θάνατο και ο διάβολος νικιέται με το
ίδιο του το όπλο. Ἐτσι, τα Πάθη του Σωτήρα αναδεικνύουν την αγάπη του Θεού για
το δημιούργημά Του και γίνονται χαρμόσυνο μήνυμα για την Εκκλησία, αφού
καταδεικνύουν το μέγεθος και τη δύναμη της παρεχόμενης χάρης του Θεού. Αυτής
της χάρης, που έκανε τον άνθρωπο όχι μόνο μέτοχο του ενδόξου και σωτηρίου
θανάτου του Κυρίου, αλλά και μέτοχο της Αναστάσεώς Του. Η Ανάσταση του Χριστού
είναι η Ανάσταση του Χριστιανού. Ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και
διατηρεί τον πιστό στη ζωή ως προσώπου εν Χριστώ. Η Ανάσταση είναι η μετοχή του
ανθρώπου στην αιώνια και ακατάλυτη ζωή. Η Εκκλησία βιώνει το ήθος της
Αναστάσεως ως νέο ήθος, ως ήθος αληθινής αγάπης και αληθινής ελευθερίας.