Τὸν δι᾿ ἡμάς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν,
αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία επὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν, «Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
Δηλαδή: Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μάς,
ὅλοι, ελάτε, ἂς δοξολογήσουμε. Αὐτόν, λοιπόν, αντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία
κι ἔλεγε: «Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα είσαι ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».
Τὸν ἴδιον άρνα ἡ αμνὰς θεωροῦσα πρὸς
σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη μεθ᾿ ἑτέρων γυναικων ταῦτα βοωσα,
«Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον τελέεις; μὴ ἕτερος γάμος
πάλιν εστὶν εν Κανᾷ, κακεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ εξ ὕδατος αὐτοῖς οίνον ποιήσῃς;
συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μάλλον; δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγων παρέλθῃς
με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
Δηλαδή: Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε
νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ακολουθοῦσεν ἡ Μαρία μαζὶ μ᾿άλλες γυναῖκες
καὶ τοῦτα ἔλεγε: «Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο
τρέχεις; Μήπως κιάλλος γάμος είναι στὴν Κανά, καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβάς ετώρα, κρασὶ
απ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης; Νὰ ῾ρθω μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω;
Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, εμένα αμίλητος μὴν προσπεράσης, Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».
Οὐκ ἤλπιζον, τέκνον, εν τούτοις ἰδεῖν
σε οὐδ᾿ επίστευόν ποτε ἕως τούτου τοὺς ανόμους εκμανῆναι καὶ εκτείναι επὶ σὲ χεῖρας
αδίκως, ἔτι γὰρ τὰ βρέφη τούτων κράζουσί σοι τὸ «εὐλογημένος». ακμὴν δὲ βαΐων
πεπλησμένη ἡ ὁδὸς μηνύει τοῖς πάσι των αθέσμων τὰς πρὸς σὲ πανευφημίας. καὶ νῦν
τίνος χάριν επράχθη τὸ χεῖρον; γνωναι θέλω, οἴμοι, πως τὸ φως μου σβέννυται,
πως σταυρῷ προσπήγνυται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
Δηλαδή: Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ
τέτοια νὰ Σὲ δω, καὶ ποτὲ δὲν επίστευα πὼς θά ῾φταναν οἱάνομοι σὲ τέτοια μανία
καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωνανάδικα επάνω Σου. Ἀφοῦ ακόμα τ᾿ αθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν
τὸ «Εὐλογημένος», κι απ᾿ τὰ βάγια ακόμη γεμάτος ὁ δρόμος καὶ διαλαλεῖ στὸν
καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ῾πλεξαν οἱάνομοι. Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ
κακό; Θέλω νὰ μάθω, αλλοίμονο, πως χάνεται τὸ φως μου; Πως στὸ Σταυρὸ
καρφώνεται Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὑπάγεις, ὢ τέκνον, πρὸςάδικον φόνον καὶ
οὐδεὶς σοὶ συναλγεί, οὗ συνέρχεται σοὶ Πέτρος ὁ εἰπων σοι, «οὐκ αρνοῦμαί σε
ποτέ, κἂν αποθνῄσκω». ἔλιπέ σε Θωμάς ὁ βοήσας, «μετ᾿ αὐτοῦ θάνωμεν πάντες». οἱάλλοι
Δὲ πάλιν, οἱ οἰκεῖοι καὶ γνωστοὶ καὶ μέλλοντες κρίνειν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ
εἰσινάρτι; οὐδεὶς εκ των πάντων, αλλ᾿ εἰς ὑπὲρ πάντων θνῄσκεις, τέκνον, μόνος,
ανθ᾿ ὧν πάντας ἔσωσας, ανθ᾿ ὧν πάσιν ἤρεσας, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
Δηλαδή: Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ άδικο
φόνο καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου, ποὺ Σοῦ είπε: «Ποτὲ
δὲν Σ᾿ αρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω». Σ᾿άφησε ὁ Θωμάς ποὺ εδήλωσε: «Ἂς
πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του». Καὶ οἱάλλοι ακόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ καὶ ποὺ
πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται; Κανένας απ᾿ ὅλους
καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους. Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιάς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,
μιάς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».