Στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, ο
απόστολος Παύλος αναφέρει πως «Ιουδαίοι σημείον αιτούσι» (Α΄ Κορ. 1,22),
δηλ. πως ζητούσαν ένα υπερφυσικό σημείο, όπως: ανάσταση των νεκρών, θεραπεία
δαιμονιζόμενων, που θα τους έκανε να πιστέψουν στο κήρυγμα περί του Σταυρού.
Ζητούσαν λοιπόν κάποιο υπερφυσικό σημείο παραβλέποντας και αγνοώντας τα όσα
σημεία και τέρατα τους είχε δείξει ο Θεός, κατά το παρελθόν κάθε φορά που αυτοί
βρίσκονταν σε κίνδυνο. Φυσικά το σημείο αυτό που ζητούσαν δεν θα μπορούσε να
είναι άλλο από το σημείο του σταυρού, το οποίο αφενός προτυπώνεται σε ολόκληρη
την Παλαιά Διαθήκη, αφετέρου ήταν μονίμως παρόν και έσωζε το λαό του Θεού από
τον όλεθρο και τον αφανισμό.
Ο Σταυρός του Χριστού, αυτό το φονικό
όργανο, που καθαγιάστηκε από το Αίμα του Κυρίου και ξέπλυνε τις αμαρτίες του
κόσμου, αποτελεί το μέσο με το οποίο ο Χριστός δοξάστηκε και κατατρόπωσε τον
αρχέκακο εχθρό, νίκησε το θάνατο και μέσω της Αναστάσεώς Του οδήγησε τους
ανθρώπους σε μια νέα κατάσταση ζωής, απαλλαγμένη από τα δεσμά του θανάτου και
της φθοράς.
Αν και ο σταυρός αποτελούσε σύμβολο της
κατάρας και του θανάτου για την προ Χριστού εποχή, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις
του Δευτερονομίου αυτός που πέθαινε πάνω στο ξύλο εθεωρείτο καταραμένος (Δευτ.
21,23), με τη σταύρωση του Χριστού έγινε σύμβολο νίκης κατά του θανάτου,
σύμβολο δόξας και μεγαλείου. Ο σταυρός έχασε την ιδιότητα του εξευτελισμού, της
αθλιότητας, της κατάρας και της ταπείνωσης και έγινε έκφραση αγιότητας,
ευλογίας, τιμής, δόξας και μεγαλειότητας.
Πώς όμως έγινε αυτή η ριζική αλλαγή,
αυτό το θαύμα, αυτή η μεταβολή; Φυσικά με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου
του Θεού, όπου «ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1,14) και τη σταύρωση του με
την οποία «απέθανε υπέρ ημών» (Ρωμ. 5,8), «σχήματι ευρεθείς
ωςάνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε
σταυρού» (Φιλ. 2,8) εξαγοράζοντας «ημάς εκ της κατάρας του νόμου
γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. 3,13).
Ο Σταυρός και η Ανάσταση του Χριστού,
άνοιξαν το δρόμο προς τον Παράδεισο, κατήργησαν τη φλογίνη ρομφαία, η οποία
εμπόδιζε το δρόμο προς το ξύλο της ζωής (Γεν. 3,24). Αν ανατρέξουμε στην
υμνογραφία της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, θα παρατηρήσουμε το εγκώμιο που
πλέκει η υμνογραφία για το Σταυρό του Κυρίου, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «φύλακα
της θύρας του Παραδείσου», «βασιλέων το νίκος», «ιερέων το
καύχημα», «στήριγμα των πιστών», «φύλακας της οικουμένης», «δόξα
και καύχημα της Εκκλησίας», «των χριστιανών πολυθρύλητο καύχημα», «περιούσιο
κήρυγμα των Αποστόλων», «διάδημα των μαρτύρων», «υπέρτιμο
εγκαλλώπισμα των προφητών» (Προσόμοιο εσπερινού Κυριακής της
Σταυροπροσκυνήσεως).
Η σφράγιση του σώματος με το σημείο του
Σταυρού αρχίζει από τον τρίτο αιώνα, όταν ελεύθερα οι χριστιανοί
πλέονεπιτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Υπάρχει, όμως, και μια αγιορείτικη
παράδοση, που θέλει πρώτη την Παναγία να έκανε το σημείο του Σταυρού,
απολογούμενη στον Ιωσήφ για την κύησή της, λέγοντας:
o «δια
το γραπτόν του προσώπου μου» και βάζει το χέρι της στο μέτωπο
o «δια
το ενυπάρχον εν τη κοιλία μου», κατεβάζει το χέρι της στον ομφαλόν της
o «δια
τους εκ δεξιών μου Αγγέλους» μεταφέρει το χέρι της στον ώμο δεξιά
o
«ότι είμαι τελείως
αθώα δια το φαινόμενον, όπερ Ιωσήφ οράς» μεταφέρει το χέρι της αριστερά.
Ο Μέγας Αθανάσιος στον λόγο του περί παρθενίας
προτρέπει μια μοναχή να σταυρώνει το ψωμί πριν το τεμαχίσει, «και όταν καθεσθής
επί της τραπέζης, και έρχη κλάσαι τον άρτον, σφραγίσασα αυτόν τρίτον το σημείον
του σταυρού..».
Στο πηδάλιο του αγίου Νικοδήμου του
Αγιορείτου διαβάζουμε «τον τύπον του τιμίου Σταυρού οι παλαιοί χριστιανοί κατ’
άλλον σχηματισμόν της χειρός έκαμναν, δηλαδή, με μόνα τα δύο δάκτυλα της
χειρός, τον μέσον και τον λιχανόν, καθώς λέει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, όπου
λέει ότι η μέν χείρ όλη σημαίνει την μίαν υπόστασιν του Χριστού, οι δύο
δακτυλοι τας δύο φύσεις αυτού.
Το
σημείον του σταυρού αποτελεί, και μαρτυρίαν της νέας ζωής εκ μέρους του
ανθρώπου, του αναγεννημένου «εν Χριστώ».
Με
το σημείον του σταυρού σφραγίζομεν τα κυριώτερα μέλη του σώματος, τα οποία
περιτειχίζομεν και αφιερώνομεν με τον τρόπον αυτόν εις τον Θεόν, να τα
καταστήσωμεν όργανα του Χριστού και της Αγίας Τριάδος. Σφραγίζομεν τον νουν
μας, την καρδίαν μας και όλας τας δυνάμεις μας και εκφράζομεν την αφιέρωσιν
αυτήν του εαυτού μας ακόμη περισσότερον εντόνως με την φράσιν:
Εις
το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν.
Με
το σημείον του σταυρού γινόμεθα, τέλος, μέτοχοι των παθών και της αναστάσεως
του Χριστού, νεκρώνομεν τον παλαιόν άνθρωπον και κάθε τι το οποίον έχει σχέσιν
με τα έργα του διαβόλου και ανιστάμεθα μαζί με τον Χριστόν εις νέαν ζωήν. «Ο
σταυρός του Κυρίου σημαίνει κατάργησιν της αμαρτίας», λέγει χαρακτηριστικώς ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Δια τούτο και κάποιος από τους θεοφόρους πατέρας,
όταν ηρωτήθη από ένα άπιστον, εάν πιστεύη εις τον Εσταυρωμένον, ναι, απήντησε,
εις αυτόν ο οποίος εσταύρωσε την αμαρτίαν».
Από
όλα αυτά κατανοούμεν διατί ο σταυρός αποτελεί δια τον Χριστιανόν αληθινήν
πανοπλίαν, την πανοπλίαν του Χριστού, όπλον φοβερό, το οποίον τρέμουν οι
δαίμονες. Ο τίμιος σταυρός δεν αποτελεί, καθώς είπομεν, μαγικόν μέσον εις την
διάθεσιν του ανθρώπου. Είναι απαραίτητος και η εσωτερική συμμετοχή. Πρώτον,
πρέπει να χαράσσωμεν το σημείον του σταυρού εις το σώμα μας ευκρινώς, όχι
αμελώς, αλλά συμφώνως με την τάξιν της Εκκλησίας μας: Με τα τρία δάκτυλα
ηνωμένα και με τέτοιον τρόπον, ως να ακουμβούσεν επάνω μας ο ίδιος ο σταυρός. Το
ιερόν αυτό σημείον πρέπει ακόμη να συνοδεύεται και με απόλυτον πίστιν εις την
Αγίαν Τριάδα και εις το γεγονός της ενσαρκώσεως του Χριστού, καθώς, επίσης, εις
τον σταυρικόν θάνατον και εις την ζωοποιόν Του ανάστασιν. Πίστις, δηλαδή, εις
όλα εκείνα τα σωτήρια δόγματα της Εκκλησίας μας, τα οποία διακηρύσσομεν με το
σημείον του Σταυρού. Ακόμη, πρέπει να συνοδεύεται με την απόλυτον ελπίδα εις
την ανέκφραστον αγάπην και εις το έλεος του Θεού, αλλά και με την αμετάκλητον
απόφασίν μας να σταυρώσωμεν και να καταργήσωμεν τον αμαρτωλό εαυτόν μας και τα
πάθη μας, να δεχθώμεν την χάριν του Θεού, δια να ζήσωμεν πλέον συνειδητώς την
ζωήν της ανακαινίσεως και της εσωτερικής μεταμορφώσεως.