Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Η Ιστορία του Σταυρού

Ο Θεός εξ αρχής της δημιουργίας θέτει το σταυρό, σαν γεγονός θυσίας, στη ζωή των ανθρώπων. Και ο άνθρωπος ευθύς εξ αρχής αποφεύγει να τον σηκώσει· αποφεύγει ν’ απαρνηθεί τον εαυτό του και τις επιθυμίες του, που είναι αντίθετες με το θέλημα του Θεού. Ο Θεός θέτει την εντολή να μη φάνε οι πρωτόπλαστοι από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Τον αφήνει ελεύθερο να γευθεί τους χιλιάδες καρπούς των φυτών και των δένδρων του παραδείσου, αλλά του βάζει και ένα μικρό σταυρό, μια μικρή απαγόρευση. Δεν τον αφήνει εντελώς ασύδοτο, ανεξέλεγκτο, αχαλίνωτο. Του ζητά να δαμάσει τη περιέργειά του, τη λαιμαργία του, τη τάση για πλήρη ανεξαρτησία και ελευθερία. Τον τοποθετεί ηγεμόνα της δημιουργίας, υποτάσσει τα ζώα σ’ αυτόν, αλλά του ζητά να σταυρώσει λίγο το εγώ του. Ο άνθρωπος αρνείται να σηκώσει αυτό το σταυρό. Τον αποστρέφεται και τον εγκαταλείπει. Και χωρίς να το καταλάβει, φορτώνεται το σταυρό των παθών του και το σταυρό του διαβόλου. Υποτάσσεται και υπακούει στις άλογες και αντίθεες επιθυμίες του και στις θανατηφόρες συμβουλές ενός αγνώστου όντος.

Ο Θεός θέλει το σταυρό αυτό όχι για να τον ταλαιπωρεί χωρίς λόγο, αλλά για να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Χωρίς το σταυρό είναι αδύνατο να φθάσει ο άνθρωπος σ’ αυτό το προορισμό. Όπως είναι αδύνατο να γίνει κανείς στρατιώτης χωρίς ασκήσεις και γυμνάσια, καλός αθλητής χωρίς καθημερινή προπόνηση και δίαιτα, μορφωμένος χωρίς μελέτη και εντρύφηση στις παραδόσεις των δασκάλων του και των ποικίλων βιβλίων.

Ο Θεός, όταν βλέπει το πλάσμα του να απορρίπτει την αγωγή του και να μη ακολουθεί το πρόγραμμά του, προσπαθεί να το συνεφέρει και να το οδηγήσει στη μετάνοια, δηλαδή στη μεταμέλεια, στην αλλαγή νοοτροπίας, στην αλλαγή συμπεριφοράς. Προσπαθεί να το πείσει να αναλάβει τις ευθύνες της ανυπακοής του, και ζητώντας το έλεος του Θεού, να αναλάβει ξανά το σταυρό της υπακοής και της υποταγής του στο Θεό. Δυστυχώς ο Αδάμ απορρίπτει το σταυρό της μετανοίας και έτσι η θεραπεία του αποκλείεται.

Έκτοτε το πάθημα του Αδάμ και της Εύας επαναλαμβάνεται από τους απογόνους τους. Όλοι υποτάσσονται στη φιλαυτία τους και το εγώ τους. Αγαπούν πάνω από όλα τον εαυτό τους και όχι το Θεό και το συνάνθρωπό τους.

Έτσι ο Κάιν, ο πρωτότοκος γιος των πρωτοπλάστων, κρατά τα καλύτερα προϊόντα των αγρών του για τον εαυτό του και προσφέρει στο Θεό ως θυσία τα τυχαία και κατώτερα. Αρνείται να σηκώσει το σταυρό της πραγματικής θυσίας των καλυτέρων προϊόντων του στο Θεό και να στερήσει τον εαυτό του από αυτά. Παίρνει τα καρύδια και αφήνει στο Θεό τα τσόφλια, όπως λέει ένας μύθος των αρχαίων Ελλήνων. Όταν βλέπει ότι ο Θεός δε δίδει σημασία στη θυσία του, αλλά προσέχει τη θυσία του αδελφού του Άβελ, ο οποίος δίδει στο Θεό ό,τι καλύτερο έχει, τα πρωτότοκα των προβάτων του και τα πιο παχιά, τότε μελαγχολεί και θυμώνει. Ο Θεός του εφιστά τη προσοχή ότι αυτός είναι αίτιος που δεν προσέχει τη θυσία του, αφού δεν τη προσφέρει ορθά-σταυρικά, όπως ο αδελφός του. Εκείνος, αντί να διορθωθεί και να μιμηθεί τον αδελφό του που είναι ανώτερός του στη προσφορά της θυσίας, τον σκοτώνει, πιστεύοντας ότι έτσι θα επιβληθεί στο Θεό, χωρίς να σηκώσει το σταυρό της θυσίας των καλυτέρων προϊόντων του. Έτσι από μη σωστός λάτρης του Θεού καταντά και δολοφόνος. Έκτοτε η γη θα δηλητηριάζεται συνεχώς από το ανθρώπινο αίμα. Δεν δεχόμαστε το σταυρό του Θεού και επωμίζεται η ανθρωπότητα φρικτούς σταυρούς του διαβόλου.

Ένας απόγονος του Κάιν, ο Λάμεχ, άκρατος ικανοποιητής των ορμών του, δεν περιορίζεται σε μια γυναίκα αλλά παίρνει δύο, την Αδά και τη Σελλά. Έτσι εισέρχεται στο κόσμο ο θεσμός του χαρεμιού, που θα συνθλίβει τον ανθρώπινο πολιτισμό και θα δημιουργεί πλήθος παρατράγουδα. Οι επιπτώσεις που επιφέρουν στην ανθρωπότητα οι αρνητές του σταυρού είναι φοβερές και αφάνταστα καταστροφικές για τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο Λάμεχ, ο οποίος δεν σήκωσε το σταυρό της μονογαμίας, παρασύρθηκε κάποια στιγμή και επανέλαβε το αμάρτημα του Κάιν, φονεύοντας κάποιον. Τις φοβερώτερες πληγές στην ανθρωπότητα τις δημιουργούν άνθρωποι ακρατείς και ασύδοτοι στις ορέξεις τους.

Η αντισταυρική πορεία των ανθρώπων συνεχίζεται και οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, ακολουθώντας πάντα τις προτιμήσεις τους και όχι το θέλημα του Θεού, παύουν να είναι προσωπικότητες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού και καταντούν «σάρκες» (Γεν. 6,3). Ο Θεός προσπαθεί να τους συνεφέρει και να τους οδηγήσει στη μετάνοια, όπως παλαιότερα προσπάθησε για τους πρωτοπλάστους και για τον Κάιν. Αυτή τη φορά δεν τους παροτρύνει ο ίδιος άμεσα, αλλά διαλέγει ως αγγελιοφόρο του το Νώε, το μόνο δίκαιο που υπάρχει εκείνη την εποχή.

Το άξιο προσοχής είναι ότι ο Νώε, για να προτρέψει τους συνανθρώπους του στη μετάνοια, επωμίζεται ένα φοβερό σταυρό. Παρατά όλες τις ασχολίες του και τις υποθέσεις του και για εκατό ολόκληρα χρόνια κατασκευάζει την κιβωτό. Ο Θεός προτίμησε αυτό το έμπρακτο και συμβολικό κήρυγμα, που θα το ακολουθήσουν και άλλοι προφήτες αργότερα, για να αναγκασθούν οι άνθρωποι να πιστεύσουν στα λόγια του Θεού, βλέποντας τη θυσία που κάνει ο Νώε. Εν τέλει οι άνθρωποι δεν δίδουν σημασία στη θυσία του Νώε, ούτε στα λόγια του ότι ο Θεός θα καταστρέψει τον κόσμο, και έτσι πραγματοποιείται ο κατακλυσμός, που είναι η δεύτερη δυναμική ενέργεια του Θεού μετά την εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο. Ο Νώε επειδή σήκωσε το σταυρό του σώζεται κι αυτός και η οικογένειά του.

Ο Νώε με την οικογένεια του σώζεται από τον κατακλυσμό, αλλά δυστυχώς διασώζεται και το αντισταυρικό πνεύμα. «Ήσαν δε οι υιοί Νώε, οι εξελθόντες εκ της κιβωτού, Σημ, Χαμ, Ιάφεθ· Χαμ δε ην πατήρ Χαναάν (Γεν, 9,18) σημειώνει με νόημα η Γραφή, αφήνοντας στους πολύ μελετηρούς και προσεκτικούς να διαβάσουν μέσα απ’ αυτό το χωρίο τι συνέβαινε στη κιβωτό την περίοδο του κατακλυσμού. Ο ιερός Χρυσόστομος, που δεν του ξεφεύγει καμμιά λεπτομέρεια των Γραφών, παρατηρεί ότι αυτό το χωρίο μας αποκαλύπτει ότι, ενώ γινόταν ο κατακλυσμός, ο Χαμ συνουσιαζόταν με τη γυναίκα του. Τα πάντα καταστρεφόταν, όλοι τρέμανε και λυπόνταν για το χαμό ολόκληρης της ανθρωπότητας, και το κτήνος ο Χαμ εκείνη την ώρα βρήκε να εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα. Έτσι, όταν βγήκανε έξω από την κιβωτό, μαζί με το Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ υπήρχε και ένα μωρό ο Χαναάν.

Ο Νώε, αφού βγήκαν και άρχισαν τις γεωργικές τους εργασίες, φύτεψε και καλλιέργησε αμπέλι και, όταν ωρίμασαν τα σταφύλια, τα πήρε, έκανε κρασί και ήπιε πολύ, με αποτέλεσμα να μεθύσει και πάνω στο μεθύσι του να γυμνωθεί. «…Και είδε Χαμ ο πατήρ Χαναάν την γύμνωσιν του πατρός αυτού…» και φώναξε τ’ αδέλφια του να έρθουν και… να κάνουν χάζι. Τ’ αδέρφια του, μόλις άκουσαν το πάθημα του πατέρα τους, πήραν τα ρούχα του και βαδίζοντας προς τα πίσω, με τη πλάτη προς το πατέρα τους, τον πλησίασαν και τον έντυσαν. Εδώ φαίνεται και πάλι το αντισταυρικό φρόνημα του Χαμ. Δεν σκέφτεται ότι όλα τα καλά, ακόμη και το ότι ζει, τα οφείλει στον πατέρα του το Νώε. Δεν σκέφτεται ότι είναι ο αγαπημένος του Θεού, ο μόνος δίκαιος, μέσα σε μια εποχή που όλοι έχουν γίνει «σάρκες». Δεν σκέφτεται ότι τον πατέρα του, αν έπαθε κάτι σαν άνθρωπος, δεν πρέπει να τον κοροϊδέψει, αλλά να τον συμπαρασταθεί και να τον βοηθήσει να συνέλθει, όπως έκαναν τ’ άλλα τ’ αδέλφια του.

Όταν δω τον άλλον να έχει ένα πρόβλημα σωματικό, πνευματικό, ηθικό, δεν τον χλευάζω ούτε τον κοροϊδεύω, αλλά τον λυπούμαι και τον συμπαραστέκομαι. Σηκώνω το σταυρό του· δεν του βάζω άλλο βάρος. Θα πρέπει να θυμόμαστε όλοι μας ότι ο Χριστός είναι «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. 1,30). Αυτός που φορτώνεται την αμαρτία μας για να μας ελαφρύνει εμάς. «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λκ. 23,34) λέγει ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Όχι μόνο δεν ζητά τιμωρία αλλά και τους δικαιολογεί. Βέβαια, αν ο άλλος επιμείνει στην αρρώστια του και θέλει παρά ταύτα να κρατά κάποιο αξίωμα, ή εάν την ανωμαλία του ή το πρόβλημά του το προβάλλει σαν κάτι το φυσιολογικό ή και το θεωρεί προτέρημα, τότε πλέον θα τον ελέγξουμε και θα τον ταλανίσουμε, γιατί υπάρχει κίνδυνος και γι’ αυτόν να σαπίσει εντελώς και για την κοινωνία να μολυνθεί ανεπανόρθωτα.

Ο Νώε, μόλις συνήλθε και έμαθε τι έγινε, καταράστηκε τον Χαναάν και είπε ότι θα γίνει υπηρέτης του Σημ και του Ιάφεθ. Οι πατέρες λένε ότι αυτή η κατάρα του Νώε είναι προφητεία υπό μορφή κατάρας, και αφορά τον Χαναάν, για να κάνει εντύπωση στον ελεεινό Χαμ και να μετανοήσει, αφού η κατάντια του παιδιού είναι η χειρότερη τιμωρία για τον πατέρα. Ο Νώε λοιπόν, με την κατάρα του, προλέγει ποια θα είναι η εξέλιξη των απογόνων του Χαμ· θα γίνουν δούλοι στους λαούς που θα προέλθουν από τον Σημ και τον Ιάφεθ. Και πράγματι η ιστορία το επιβεβαιώνει ότι έτσι έγινε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λόγω της άθλιας φιλαυτίας και μισανθρωπίας του Χαμ, εισέρχεται στην ανθρωπότητα ο σταυρός της δουλείας. Οι άνθρωποι θα φωνάζουν έκτοτε «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» χωρίς να προσπαθούν να καταργήσουν την αθεότητά τους και τη φιλαυτία τους. Όταν είναι δούλοι θα ζητούν τα δικαιώματά τους· κι όταν γίνουν κύριοι, για να προστατέψουν και να επεκτείνουν τα δικαιώματά τους, θα καταργούν τα δικαιώματα των άλλων. Θα κάνουν καταστροφικές επαναστάσεις και αιματηρές εξεγέρσεις, καταστρέφοντας τα πάντα και βυθίζοντας στο αίμα την ανθρωπότητα, και θα ξεχνούν να χτυπήσουν τη φιλαυτία τους και τον εγωισμό τους.

Πολλαπλασιάσθηκαν οι άνθρωποι μετά απ’ αυτά τα γεγονότα και έγιναν πολλοί· έγιναν αναρίθμητοι. Κάνανε για πρώτη φορά τους ψημένους πλίνθους και άρχισαν να κτίζουν στερεά και με επιτυχία χρησιμοποιώντας την άσφαλτο για λάσπη. Και είπαν· «ας κτίσουμε για τους εαυτούς μας μία πόλη και ένα πύργο που να φθάνει μέχρι τον ουρανό. Και έτσι θα κάνουμε το όνομά μας αθάνατο πριν διασπαρθούμε σ’ όλη τη γη» (Γεν. 11,4). Σ’ αυτό το σημείο οι πατέρες που ερμηνεύουν τη Γραφή βλέπουν μια επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άνθρωπος επιμένει να ευτυχεί και να μεγαλουργεί εργαζόμενος και κινούμενος ανθρωποκεντρικά και όχι θεοκεντρικά. Θέλει να γίνει αθάνατος και να φθάσει στον ουρανό μόνος του χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Ο Θεός, για να τον διορθώσει, επεμβαίνει και συγχέει τις γλώσσες των ανθρώπων. Μη μπορώντας να συνεννοηθούν άφησαν την πόλη και τον πύργο ατελείωτα. Έτσι μη δεχόμενοι το «σταυρό» της ηγεμονίας του Θεού φορτώνονται το σταυρό της πολυγλωσσίας, που ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα την ανθρωπότητα.

Ο Θεός δεν απελπίζεται από την κατάντια της δημιουργίας του και προσπαθεί ξανά να την διορθώσει. Βρίσκει τον Αβραάμ, όπως είχε βρει παλιά το Νώε, και επιχειρεί μαζί του να διορθώσει το ανθρώπινο γένος. Και για να το κάνει αυτό φορτώνει στον Αβραάμ ένα σταυρό. Του λέγει· «Έξελθε από τη γη σου, τους συγγενείς σου, από το σπίτι του πατέρα σου, και έλα στη γη που θα σε υποδείξω εγώ. Αν το κάνεις αυτό, θα δημιουργήσω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω και θα δοξάσω το όνομά σου. Θα ευλογήσω αυτούς που σε ευλογούν και θα καταραστώ αυτούς που σε καταριούνται. Όχι μόνο εσύ θα είσαι ευλογημένος, αλλά θα ευλογηθούν μέσα από σένα κι όλες οι φυλές της γης» (Γεν. 12, 1-3). Ο Αβραάμ σηκώνει το σταυρό του και υπομένει όλα τα δυσάρεστα που θ’ αντιμετωπίσει, ακολουθώντας τις οδηγίες του Θεού.

Κορυφαία δοκιμασία του Αβραάμ θα είναι η απαίτηση του Θεού, να θυσιάσει σ’ αυτόν τον υιό του το μονογενή, τον οποίο απέκτησε μετά από 25 χρόνια αναμονή και αφού έγινε παλληκαράκι πλέον. Ο Αβραάμ προχωρεί χωρίς δισταγμό και γογγυσμό στη θυσία, που είναι πολύ ανώτερη της θυσίας του Άβελ. Ο Άβελ θυσίασε τα καλύτερα του ζώα· ο Αβραάμ θυσιάζει το καλύτερο και μονάκριβο παιδί του. Θυσιάζει την προέκταση της σάρκας του και τη μόνη ελπίδα που είχε για να πραγματοποιηθούν οι υποσχέσεις του Θεού. Ο Αβραάμ απέδειξε ότι αγαπά το Θεό περισσότερο από τον υιό του και πιστεύει σ’ αυτόν με μια πίστη σπάνια. Και έτσι ο Θεός για αντάλλαγμα αγάπησε τον κόσμο περισσότερο από τον υιό του, τον οποίον θυσίασε πραγματικά.

Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ είναι -όπως και η Θεοτόκος- οι μεγάλοι σωτήρες της ανθρωπότητας. Η σωτηρία του κόσμου εξαρτήθηκε κάποια στιγμή από το μεγάλο ναι που είπαν στο σχέδιο του Θεού, επωμιζόμενοι βαρύ και επώδυνο σταυρό ο καθένας τους. Η ανθρωπότητα τους οφείλει πολλά.

Μετά τον Αβραάμ έχουμε τον Ισαάκ, ο οποίος αποκτά δύο παιδιά τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Ο Ησαύ σαν πρωτότοκος, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο της τότε εποχής, θα έπαιρνε όλη την περιουσία του πατέρα του και το σπουδαιότερο θα κληρονομούσε την επαγγελία του Θεού να γίνει γενάρχης μεγάλου έθνους και να ευλογηθούν μέσα απ’ αυτόν όλοι οι άνθρωποι της οικουμένης. Ο Ησαύ ήταν άνθρωπος γυμνασμένος, που αγαπούσε τα κυνήγια, την περιπέτεια και τη δράση. Ο Ιακώβ ήταν άπλαστος, ήσυχος, σπιτικός, και του άρεσε να κάνει παρέα με τη μητέρα του. Ο Ιακώβ, όμως, είχε μια σπάνια πίστη και ποθούσε όσο τίποτα άλλο την ευλογία του Θεού και τις επαγγελίες, που είχε δώσει στον παππού του, τον Αβραάμ και τον πατέρα του, τον Ισαάκ.

Κάποια μέρα, που ο Ιακώβ είχε μαγειρεύσει φακή, γυρίζει ο Ησαύ από το κυνήγι πεινασμένος και του ζητά να φάγει. Ο Ιακώβ που έβλεπε τον αδελφό του να είναι αδιάφορος για το σχέδιο του Θεού, όπως ήταν και ο Χαμ μέσα στην κιβωτό, του στήνει την «παγίδα».

-Αν μου δώσεις τα πρωτοτόκια σου τότε θα σου δώσω τη φακή.

–Βρε ποια πρωτοτόκια· βάλε με να φάω και πάρε ό,τι θέλεις.

–Να μου τα δώσεις με όρκο.

–Σου το ορκίζομαι.

Αυτός ο διάλογος συνήφθη μεταξύ των αδελφών. Δεν είχε καμμιά επισημότητα και καμμία αναγκαστική νομική συνέπεια. Ούτε μάρτυρες υπήρχαν.

Ο Θεός όμως, που είδε τον Ησαύ να μη εκτιμά τον θησαυρό που είχε στη διάθεσή του και τον Ιακώβ να τον ποθεί σφοδρά, τον επικύρωσε στον δεύτερο. Βέβαια, απ’ ότι φαίνεται στη Γένεση (33,1-11), ο Ιακώβ δεν πήρε την υλική περιουσία του πατέρα του· την άφησε στον Ησαύ και του έδωσε και επιπλέον από τη δική του. Πήρε μόνο την πνευματική ευλογία για την οποία ο Ησαύ δεν ενδιαφερόταν καθόλου. Συνεπώς δεν τον αδίκησε, αφού αυτά που ποθούσε δεν του τα στέρησε. Έτσι ο γήινος και χοϊκός Ησαύ βγήκε έξω από το σχέδιο του Θεού, τη δόξα και την ευλογία του. Δεν εκτίμησε το θησαυρό και γι’ αυτό τον αντάλλαξε μ’ ένα πιάτο φακή! Για να μη σηκώσει το προσωρινό σταυρό της υλικής πείνας άφησε τον εαυτό του αιώνια νηστικό.

Πνευματικοί απόγονοι του Ησαύ είναι το πλείστον των Νεοελλήνων.

Το βράδυ της αναστάσεως, μόλις ακούσουν το «Χριστός Ανέστη», γυρίζουν την πλάτη στον ιερέα και φεύγουν για να φάνε μια ώρα νωρίτερα την μαγειρίτσα. Δεν υπομένουν μια ώρα «ταλαιπωρία» και χάνουν τη θεία κοινωνία, τη χαρά της αναστάσεως, την αιώνια ζωή.

Ο ιερεύς κραυγάζει, διαβάζοντας τον «Κατηχητικό λόγο του αγίου Χρυσοστόμου»· «Η τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως. Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος».

Οι Νεοέλληνες όμως έχουν κουφαθεί από καιρό.