Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Τι είναι ο σταυρός του Χριστού για τους χριστιανούς;

O σταυρός είναι εορτή και πανήγυρη πνευματική


O σταυρός πριν ήταν η λέξη που σήμαινε καταδίκη, τώρα όμως έγινε αντικείμενο τιμής. Προηγουμένως ήταν σύμβολο καταδίκης, τώρα όμως είναι η προϋπόθεση της σωτηρίας μας. 

Γιατί αυτός ο σταυρός μας προξένησε άπειρα αγαθά, αυτός μας απάλλαξε από την πλάνη της ειδωλολατρίας, αυτός μας φώτισε ενώ ζού­σαμε μέσα στο σκοτάδι, αυτός μας συμφιλίωσε με το Θεό, ενώ είχαμε γίνει εχθροί του, αυτός μας έκανε φίλους του, ενώ είχα­με αποξενωθεί άπ' αυτόν, αυτός μας έφερε κοντά στο Θεό, ενώ ήμαστε μακριά του. 

Αυτός εξαφάνισε την έχθρα, αυτός εξα­σφάλισε την ειρήνη, αυτός έγινε για μας θησαυροφυλάκιο άπει­ρων αγαθών. Εξαιτίας του δεν περιπλανιόμαστε πια στις έρη­μους, γιατί γνωρίσαμε τον αληθινό δρόμο. Δε ζούμε πια έξω από τη βασιλεία των ουρανών, γιατί βρήκαμε την είσοδό της. Δε φοβόμαστε πια τα πυρωμένα βέλη τού διαβόλου, γιατί είδαμε την πηγή. 

Χάρη σ' αυτόν δε βρισκόμαστε πια σε χηρεία, γιατί αποκτήσαμε το γαμβρό. Δε φοβόμαστε το λύκο, γιατί έχουμε τον καλό ποιμένα. Γιατί λέγει ο Χριστός· «Εγώ είμαι ο ποιμέ­νας ο καλός». Χάρη σ' αυτόν δεν τρέμουμε τον τύραννο, γιατί είμαστε κοντά στο βασιλιά. Γι' αυτό εορτάζουμε και τιμούμε το σταυρό. Έτσι παράγγειλε και ο Παύλος να εορτάζουμε το σταυρό. Διότι λέγει· «Ας εορτάζουμε όχι με την παλιά ζύμη, αλλά με άζυμα ειλικρίνειας και αλήθειας». Έπειτα, αφού πρόσθεσε την αιτία, συνέχισε˙ «Γιατί το Πάσχα το δικό μας εί­ναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για τη σωτηρία μας».

Βλέπεις γιατί παραγγέλλει να εορτάζουμε το σταυρό; Γιατί επάνω στο σταυρό θυσιάσθηκε ο Χριστός. Και όπου γίνεται θυ­σία, εκεί εξαφανίζονται τα αμαρτήματα, εκεί γίνεται συμφιλίω­ση με τον Κύριο, εκεί γίνεται εορτή και χαρά. «Το Πάσχα, το δικό μας είναι ο Χριστός, που θυσιάσθηκε για μας». Και πες μου, που θυσιάσθηκε; Πάνω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά. Εί­ναι καινούριο το θυσιαστήριο αυτής της θυσίας, επειδή και η θυσία είναι καινούρια και αξιοθαύμαστη. Γιατί ο ίδιος ήταν και θύμα και ιερέας. Θύμα, κατά το σώμα του, και Ιερέας, κατά την πνευματική του φύση. Ο ίδιος και πρόσφερε τη θυσία και προσφερόταν σωματικά. 

Διάβασε λοιπόν πως μας φανέρωσε ο Παύλος αυτά τα δύο. «Κάθε αρχιερέας», λέγει, «ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους και γίνεται αρχιερέας για την ωφέλεια των ανθρώπων. Γι' αυτό λοιπόν ήταν ανάγκη να έχει και ο Χριστός κάτι που να το προσφέρει σαν θυσία. Και πρόσφερε αυτός τον εαυτό του». Και αλλού λέγει, ότι «Ο Χριστός που θυσιάσθηκε μια φορά για να βαστάξει πάνω του τις αμαρτίες των πολλών, θα φανεί σ' εκείνους που τον περιμένουν για να τους σώσει». Να, στη μία περίπτωση θυσιάσθηκε, ενώ στην άλλη θυσίασε τον εαυτό του. Είδες πως έγινε και θύμα και Ιερέας, και πως ο σταυρός ήταν θυσιαστήριο;

Και για ποιο λόγο, θα πει κάποιος, δεν έγινε η θυσία του μέσα στο ναό, αλλά έξω από την πόλη και τα τείχη; Για να πραγματοποιηθεί η προφητεία που έλεγε· «Τον λογάριασαν α­νάμεσα στους κακούργους» .Και για ποιο λόγο, σφάζεται πά­νω σε σταυρό που στήθηκε ψηλά και όχι κάτω από στέγη; Για να καθαρίσει την ατμόσφαιρα, γι' αυτό θυσιάσθηκε ψηλά, χω­ρίς να υπάρχει από πάνω του στέγη, αλλά ο ουρανός. Καθαρι­ζόταν λοιπόν η ατμόσφαιρα, επειδή θυσιαζόταν ψηλά το πρό­βατο. Καθαριζόταν όμως και η γη, επειδή έσταζε πάνω της το αίμα από την πλευρά του. Γι' αυτό δε θυσιάσθηκε κάτω από στέγη, γι' αυτό δε θυσιάσθηκε στο ναό των Ιουδαίων, για να μη νομίσεις ότι προσφέρεται αυτή για χάρη μόνο τού ιουδαϊκού έθνους. Γι' αυτό θυσιάσθηκε έξω από την πόλη και τα τείχη, για να μάθεις ότι η θυσία έγινε για όλους τους ανθρώπους, ότι η προσφορά έγινε για όλη τη γη, για να μάθεις ότι ο καθαρμός εί­ναι γενικός και όχι μερικός, όπως γινόταν στους Ιουδαίους.

Γι' αυτό παράγγειλε ο Θεός στους Ιουδαίους ν' αφήσουν όλη τη γη και σ' ένα τόπο να προσφέρουν τις θυσίες τους και να προσεύχονται, επειδή όλη η γη ήταν ακάθαρτη, επειδή υπήρ­χαν πάνω της καπνός και μυρωδιά ψημένων κρεάτων και όλες οι άλλες ακαθαρσίες από τις ειδωλολατρικές θυσίες. Για μας όμως, από τότε που ήρθε ο Χριστός και καθάρισε όλη την οι­κουμένη, όλος ο τόπος έγινε τόπος προσευχής. Γι' αυτό και ο Παύλος με πεποίθηση συμβούλευε να προσευχόμαστε χωρίς φόβο παντού, λέγοντας τα εξής· «Θέλω να προσεύχονται οι άν­δρες σε κάθε τόπο και να σηκώνουν προς τον ουρανό καθαρά χέρια». Είδες πως καθαρίσθηκε η οικουμένη; Από τον τόπο της θυσίας του λοιπόν μπορούμε παντού να υψώνουμε προς τον ουρανό χέρια καθαρά, γιατί όλη η γη αγιάσθηκε και έγινε αγιότερη από τα άγια των αγίων. Γιατί εκεί θυσιάσθηκε πρόβατο που δεν είχε λογικό, εδώ όμως πρόβατο πνευματικό. Και όσο πιο μεγάλη είναι η θυσία, τόσο πιο πολύς είναι και ο αγιασμός. Γι' αυτό εορτάζουμε το σταυρό.

Θέλεις να μάθεις και άλλο κατόρθωμα τού σταυρού; Τον παράδεισο μας άνοιξε με την σταύρωσή Του, που ήταν κλεισμένος περισσό­τερο από πέντε χιλιάδες χρόνια. Γιατί την ημέρα της σταύρωσης, έβαλε μέσα στον παράδεισο το ληστή ο Θεός και έκα­με δύο κατορθώματα· το πρώτο, ότι άνοιξε τον παράδεισο, και το δεύτερο, ότι έβαλε μέσα το ληστή. Μας έδωσε πάλι την παλιά πατρίδα μας, μας έφερε πάλι στην πόλη των προγόνων μας και χάρισε κατοικία σ' όλο το ανθρώπινο γένος. Γιατί είπε ο Χριστός· «Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδει­σο». Τι λες; Σταυρώθηκες και καρφώθηκες και υπόσχεσαι παράδεισο; Ναι, λέει, για να μάθεις καλά τη δύναμή μου που έχω επάνω στο σταυρό. 

Επειδή δηλαδή το γεγονός ήταν λυπηρό, για να μη προσέξεις στη σταύρωση, αλλά για να μάθεις τη δύναμη του σταυρωμένου, επάνω στο σταυρό κάνει αυτό το θαύμα, που δείχνει ιδιαίτερα τη δύναμη του. Γιατί όχι όταν ανέστησε νεκρό, ούτε όταν επιτίμησε τη θάλασσα και τους ανέμους, ούτε όταν απομάκρυνε τους δαίμονες, αλλά όταν τον σταύρωναν, όταν τον κάρφωναν, όταν τον ειρωνεύονταν, όταν τον κακολογούσαν κατόρθωσε ν' αλλάξει την πονηρή σκέψη του ληστή, για να δεις τη δύναμη του και από τις δύο πλευρές. Και ολόκληρη την κτίση δηλαδή συγκλόνισε, και τις πέτρες ράγισε, και την ψυχή του ληστή, που ήταν πιο αναίσθητη από την πέτρα, τη συγκίνησε και την τίμησε.

«Γιατί σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο», λέει. Αν και τα Χερουβείμ φρουρούσαν τον παράδεισο, αυτός όμως ήταν κύριος και των Χερουβείμ. Εκεί περιφέρεται πύρινη ρομ­φαία, άλλ' αυτός έχει εξουσία πάνω στη φλόγα και την κόλαση και τη ζωή και το θάνατο. Αν και κανείς βασιλιάς δε θα μπο­ρούσε ποτέ ν' ανεχθεί κάποιο ληστή ή κάποιον άλλον άνθρωπο να καθίσει κοντά του και να τον φέρει έτσι μέσα σε κάποια πό­λη. Αλλά ο Χριστός το έκαμε αυτό και, καθώς μπαίνει μέσα στην ιερή πατρίδα, φέρει μαζί του το ληστή, όχι γιατί περιφρο­νούσε τον παράδεισο, όχι για να τον προσβάλει με την παρου­σία του ληστή, αλλά μάλλον για να τον τιμήσει. Γιατί αυτό ή­ταν τιμή για τον παράδεισο, να έχει δηλαδή τέτοιον κύριο, που έκαμε και το ληστή άξιο ν' απολαύσει τον παράδεισο. Και όταν έβαλε τελώνες και πόρνες στη βασιλεία των ουρανών, δεν το έκαμε γιατί ήθελε να την περιφρονήσει, αλλά περισσότερο την τιμούσε, αποδεικνύοντας ότι τέτοιος είναι ο Κύριος της βα­σιλείας των ουρανών, που κάνει και πόρνες και τελώνες τόσο εκλεκτούς, ώστε ν' αποδειχθούν άξιοι για την τιμή και την ευ­εργεσία αυτή. 

Όπως δηλαδή θαυμάζουμε πάρα πολύ έναν ια­τρό τότε, όταν τον δούμε να θεραπεύει και να επαναφέρει την υγεία σ' ανθρώπους που έπασχαν από ανίατες ασθένειες, έτσι είναι δίκαιο να θαυμάζουμε και το Χριστό, όταν θεραπεύει α­νίατα τραύματα, όταν ξαναδίνει σε τελώνη και πόρνη τόση υ­γεία, ώστε ν' αποδειχθούν άξιοι για τη βασιλεία των ουρανών.

Και τι το σπουδαίο έκαμε ο ληστής, θα πει κάποιος, για να κερ­δίσει τον παράδεισο μετά τη σταύρωση του;

Θέλεις να σου πω σύντομα το κατόρθωμα του; Όταν ο Πέτρος τον αρνήθηκε χωρίς να είναι στο σταυρό, τότε εκείνος τον πίστεψε καθώς ήταν επάνω στο σταυρό. Και δεν τα λέω αυτά για να κατηγορήσω τον Πέτρο, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά γιατί θέλω να δείξω τη μεγαλοψυχία του ληστή. Ο μαθη­τής δεν άντεξε την απειλή ενός ασήμαντου κοριτσιού, ο λη­στής όμως, αν και έβλεπε να στέκεται γύρω ολόκληρος λαός, που φώναζε, και έκανε σαν τρελός, και βλασφημούσε και πε­ριγελούσε, δεν τα έδωσε σημασία αυτά, ούτε πρόσεξε τη φαινο­μενική αδυναμία εκείνου που σταυρωνόταν, αλλά, παραβλέ­ποντας με τα μάτια της πίστης όλα αυτά και ξεπερνώντας τα ασήμαντα εμπόδια, αναγνώρισε τον Κύριο των ουρανών και α­φού τον παρακάλεσε τού είπε-«Θυμήσου με, Κύριε, όταν φθά­σεις στη βασιλεία σου». 

Ας μη προσπεράσουμε λοιπόν επι­πόλαια αυτόν το ληστή,ούτε να ντραπούμε να τον θεωρήσουμε διδάσκαλό μας, αυτόν που ο Κύριός μας δεν ντράπηκε να τον οδηγήσει πρώτο στον παράδεισο. Ας μη ντραπούμε να θεωρή­σουμε διδάσκαλό μας τον άνθρωπο, που πρώτος άπ' όλο τον κόσμο φάνηκε άξιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών, άλλ' ας εξετάσουμε το καθετί με προσοχή, για να μάθουμε τη δύνα­μη του σταυρού. Δεν είπε στο ληστή, όπως στον Πέτρο, «Ακο­λούθησε με και θα σε κάνω ικανό να ψαρεύεις ανθρώπους», ούτε τού είπε, όπως είπε στους δώδεκα μαθητές του, ότι «θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους να δικάζετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ». Και μάλιστα δεν του είπε ούτε μία λέξη. Δεν τού έ­δειξε θαύμα, ούτε είδε αυτός ν' ανασταίνει κάποιο νεκρό, ούτε να διώχνει δαίμονες. Δεν είδε τη θάλασσα να υπακούει στην προσταγή του, ούτε τού είπε κάτι για τη βασιλεία των ουρανών, ούτε για την κόλαση, και ενώπιον όλων πίστεψε σ' αυτόν, και μάλιστα τη στιγμή που ο άλλος ληστής ήταν σταυρωμένος μα­ζί του, για να πραγματοποιηθούν τα λόγια τού προφήτη, ότι «Λογαριάσθηκε ανάμεσα στους κακούργους».

Ήθελαν λοιπόν οι Ιουδαίοι να συκοφαντήσουν τη δόξα του και με κάθε τρόπο τον έβριζαν μ' αυτά που έκαναν. Η α­λήθεια όμως από παντού έλαμπε και αυξανόταν με τις αντι­δράσεις τους. Τον ειρωνευόταν λοιπόν ο άλλος ληστής. Είδες τον ένα και τον άλλο ληστή; Και οι δύο είναι πάνω στο σταυρό, και οι δύο γιατί ήταν ληστές, και οι δύο γιατί έδειξαν κακή δια­γωγή. Δεν είχαν όμως και οι δύο το ίδιο τέλος, άλλ' ο ένας κλη­ρονόμησε τη βασιλεία των ουρανών και ο άλλος πήγε στην κό­λαση. Μαθητές ήταν οι ένδεκα, μαθητής και ο Ιούδας. Εκείνοι μεν έλεγαν, «Που θέλεις να σου ετοιμά­σουμε να φάγεις το Πάσχα;», ενώ αυτός ετοιμαζόταν για την προδοσία και έλεγε˙ «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σας τον παραδώσω;». Και εκείνοι ετοιμάζονταν να τον περιποιηθούν και να πάρουν μέρος στη θεία μυσταγωγία, αυτός όμως τον προσκυνάει. Ο ένας τον βρίζει, ο άλλος τον επαινεί και κλείνει το στόμα του βλάσφημου λέγοντας· «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ; Γιατί εμείς απολαμβάνουμε όπως άξιζε για εκείνα που κά­ναμε».

Είδες το θάρρος του ληστή; Είδες το θάρρος του επάνω στο σταυρό; Είδες την πίστη του την ώρα της τιμωρίας του και την ευσέβεια του την ώρα τού βασανισμού του; Ποιος λοιπόν δε θα ένιωθε κατάπληξη για το ότι ήταν κύριος τού εαυτού του, για το ότι είχε τα λογικά του, αν και τον είχαν τρυπήσει με καρ­φιά; Αυτός όμως δεν ήταν μόνο κύριος τού εαυτού του, αλλά και αδιαφορούσε για τα βάσανά του και φρόντιζε για τα βάσα­να των άλλων, και έγινε διδάσκαλος επάνω στο σταυρό και κατακρίνει τον άλλο ληστή και τού λέει:˙«Ούτε το Θεό δε φο­βάσαι εσύ;». Να μη προσέχεις, λέγει, στο επίγειο δικαστήριο· υπάρχει άλλος κριτής αόρατος, υπάρχει δικαστήριο αμερόλη­πτο. Να μη βλέπεις λοιπόν επειδή καταδικάσθηκε στη γη, γιατί δε γίνονται αυτά στον ουρανό. Εδώ δηλαδή στο επίγειο δικα­στήριο και δίκαιοι καταδικάζονται, και άδικοι αθωώνονται, και ένοχοι δεν παθαίνουν τίποτε, και αθώοι τιμωρούνται. Γιατί οι δικαστές κάνουν πολλά λάθη θεληματικά ή άθελά τους, ή γιατί δε γνωρίζουν το δίκαιο και εξαπατούνται, ή γιατί το γνωρίζουν, αλλά, επειδή εξαγοράζονται με χρήματα, παίρνουν πολλές φορές άδικη απόφαση. Στον ουρανό όμως δεν συμβαί­νει τίποτε τέτοιο. Γιατί ο Θεός είναι δίκαιος κριτής και η από­φαση του θα βγει σαν το φως χωρίς να έχει δόλο ούτε άγνοια. Για να μη λέγει λοιπόν, ότι καταδικάσθηκε στη γη και τιμωρή­θηκε, τον ανέβασε στο ουράνιο δικαστήριο. Τού θύμισε εκείνο το φοβερό βήμα, λέγοντας περίπου αυτά· Πρόσεχε εκεί και δε θα ρίξεις καταδικαστική ψήφο, ούτε θα συμφωνήσεις με τους ανήθικους δικαστές της γης, αλλά θα παραδεχθείς τη δίκη που γίνεται στους ουρανούς. Είδες την πίστη τού ληστή; Είδες σύνε­ση και διδασκαλία του; Αμέσως από το σταυρό πήδησε στον ουρανό.

Έπειτα, αποστομώνοντας με το παραπάνω αυτόν, τού λέγει· «Δε φοβάσαι, γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή;». Τι σημαίνει, «ότι εν τω αυτώ κρίματι έσμεν;». Ότι τιμωρηθήκαμε με τον ίδιο τρόπο. Μήπως λοιπόν και εσύ δεν είσαι πάνω στο σταυρό; Βρίζοντας λοιπόν το Χριστό, προσβάλλεις τον εαυτό σου αντί γι' αυτόν. Γιατί, όπως ο αμαρτωλός, όταν κατηγορεί άλλον αμαρτωλό, κατηγορεί τον εαυτό του και όχι τον άλλο, έ­τσι και αυτός που βρίσκεται σε συμφορά και βρίζει τον άλλο για τη συμφορά του βρίζει τον εαυτό του και όχι τον άλλο. «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Του διαβάζει αποστο­λικό νόμο και τού λέγει τα λόγια τού Ευαγγελίου, «Μη κατα­κρίνετε, για να μη κατακριθείτε». «Γιατί τιμωρηθήκαμε με την ίδια ποινή». Τι κάνεις, ληστή; Προσπαθώντας ν' απολογη­θείς για το Χριστό, τον έκαμες σύντροφο του ληστή; Όχι, λέ­γει. Εξαφανίζω την υποψία αυτή με τα παρακάτω. Για να μη νομίσεις δηλαδή ότι εξ αιτίας της ίδιας τιμωρίας τον έκαμε και σύντροφο τους στην αμαρτία, πρόσθεσε τη διόρθωση και είπε˙ «Και εμείς βέβαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί άξια παθαίνου­με γι' αυτά που κάναμε».

Είδες τέλεια εξομολόγηση; Είδες πως απαλλάχθηκε από τις αμαρτίες του επάνω στο σταυρό; Γιατί λέει ο προφήτης· «Να λες πρώτος εσύ τις αμαρτίες σου, για να συγχω­ρηθείς». Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά ο ίδιος κατηγόρησε τον εαυτό του λέγοντας· «Και εμείς βέ­βαια δίκαια τιμωρηθήκαμε, γιατί παθαίνουμε άξια γι' αυτά που κάναμε. Αυτός όμως δεν έκαμε κανένα κακό». Και ύστερα λέγει· «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου». Δεν τόλμησε να πει πρώτα, «Θυμήσου με στη βασιλεία σου», ώσπου με την εξο­μολόγηση πέταξε από πάνω του το φορτίο των αμαρτιών του. Βλέπεις πόσο μεγάλο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολο­γήθηκε, και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε, και απέ­κτησε τόσο θάρρος, ώστε από ληστής που ήταν να ζητήσει τη βασιλεία των ουρανών. Βλέπεις πόσα αγαθά μας προξένησε ο σταυρός; Αναλογίζεσαι τη βασιλεία των ουρανών; Πες μου λοιπόν, βλέπεις κάτι τέτοιο; Αυτά που βλέπεις είναι καρφιά και σταυρός, άλλ' ο σταυρός αυτός, λέγει, είναι το σύμβολο της βασιλείας των ουρανών. Γι' αυτό τον ονομάζω βασιλιά, ε­πειδή τον βλέπω να σταυρώνεται. Γιατί είναι χαρακτηριστικό του βασιλιά να πεθαίνει για τη σωτηρία των υπηκόων του. Ο ί­διος ο Χριστός είπε˙ «Ο ποιμένας ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των προβάτων του». Επομένως και ο βασι­λιάς ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τη σωτηρία των υπηκόων του. Επειδή λοιπόν θυσίασε τη ζωή του, γι' αυτό τον ονομάζω βασιλιά. «Θυμήσου με, Κύριε, στη βασιλεία σου».

Είδες πως ο σταυρός είναι σύμβολο και της βασιλείας των ουρανών; Θέλεις να μάθεις αυτό και από αλλού; Δεν τον άφησε στη γη ο Χριστός, αλλά τον πήρε μαζί του και τον ανέβασε στον ουρανό. Από που φαίνεται αυτό; Επειδή πρόκειται να έρθει με το σταυρό στη δεύτερη και ένδοξη παρουσία του, για να μάθεις πόσο σεβαστό πράγμα είναι ο σταυρός, γι' αυτό και τον ονόμασε δόξα. Άλλ' ας δούμε πως θα έρθει με το σταυρό, γιατί είναι ανάγκη να σάς φέρω την απόδειξη. «Εάν σας πουν», λέει ο Χριστός, «να, ο Χριστός είναι στα ιδιαίτερα δω­μάτια, να είναι στην έρημο, μη βγείτε να τον συναντήσετε», και εννοεί τη δεύτερη παρουσία του την ένδοξη και αναφέρεται στους ψευδόχριστους, στους ψευδοπροφήτες και στον αντίχρι­στο, για να μη πλανηθεί κανείς και πέσει στην παγίδα του. Ε­πειδή δηλαδή ο αντίχριστος θα έρθει πριν από το Χριστό, για να μη πέσει κανείς στο στόμα τού λύκου, αναζητώντας τον ποιμένα, γι' αυτό σου αναφέρω ένα σημάδι της παρουσίας τού ποιμένα. Επειδή λοιπόν η πρώτη του παρουσία στον κόσμο έ­μεινε απαρατήρητη, για να μη νομίσεις ότι και η δεύτερη θα γί­νει με τον ίδιο τρόπο, έδωσε αυτό το σημάδι. Γιατί η πρώτη του παρουσία δικαιολογημένα έμεινε απαρατήρητη, επειδή ήρθε να βρει το χαμένο πρόβατο. Η δεύτερη όμως δε θα γίνει έτσι. Αλλά πως; πες μου. «Όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή και φαίνεται μέχρι τη δύση, έτσι θα γίνει και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου». Θα φανεί σ' όλους μαζί και δε θα χρεια­σθεί να ερωτήσει κανείς, αν ο Χριστός είναι εδώ ή εκεί. Όπως λοιπόν όταν φαίνεται μία αστραπή δε χρειάζεται να εξετάσου­με αν φάνηκε, έτσι όταν συμβεί η δεύτερη παρουσία τού Χρι­στού, δε χρειάζεται να εξετάζουμε αν ήρθε ο Χριστός.

Άλλ' εκείνο που θέλουμε ν' αποδείξουμε είναι, αν θα έρθει με το σταυρό. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχάσουμε την υπόσχεσή μας. Διάβασε λοιπόν τα εξής. «Τότε», λέγει· τότε, πότε; «Όταν θα έρθει ο Υιός του άνθρωπου, ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα δώσει το φως της». Γιατί τόσο υπερβολικό θα εί­ναι τότε το φως, ώστε και τα πιο λαμπρά άστρα θα κρυφθούν. «Τότε και τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανό, τότε θα φανεί στον ουρανό και το σημάδι τού Υιού τού άνθρωπου». Είδες πόση είναι η δύναμη τού σταυρού; Ο ήλιος θα σκοτισθεί και η σελήνη δε θα φανεί, ο σταυρός όμως λάμπει και φαίνεται, για να μάθεις ότι είναι πιο λαμπρός και από τον ήλιο και από τη σελήνη. Και όπως όταν ένας βασιλιάς μπαίνει σε κάποια πόλη, οι στρατιώτες παίρνουν τα λάβαρα, τα σηκώνουν στους ώμους τους και προαγγέλλουν την είσοδο του, έτσι και όταν ο Κύριος θα κατεβαίνει από τους ουρανούς θα προηγούνται οι στρατιές των αγγέλων και των αρχαγγέλων και θα φέρουν στους ώμους τους το σταυρό και θα μας προαγγέλλουν τη βασιλική είσοδο του. «Τότε θα σαλευθούν οι δυνάμεις των ουρανών», λέγει, και εννοεί τους αγγέλους· θα τους πιάσει τότε πολύς τρόπος και φόβος.

Και για ποιο λόγο; πες μου. Θα είναι φοβερό το δικαστήριο εκείνο, γιατί πρόκειται όλο το ανθρώπινο γένος να δικασθεί και να παρουσιασθεί μπροστά στο φοβερό κριτή. Για ποιο λοι­πόν λόγο οι άγγελοι φοβούνται και τρέμουν; αφού δεν πρόκει­ται αυτοί να δικασθούν. Γιατί, όπως όταν δικάζει ένας άρχον­τας δε φοβούνται και τρέμουν οι ένοχοι μόνο, αλλά και οι φρουροί, που δεν αισθάνονται καμιά ένοχή, επειδή φοβούνται το δικαστή, έτσι και τότε, όταν θα δικάζεται το ανθρώπινο γέ­νος, θα φοβούνται και οι άγγελοι, που δεν αισθάνονται καμιά ε­νοχή, επειδή θα φοβούνται πάρα πολύ το δικαστή. Γιατί όμως φαίνεται τότε ο σταυρός και γιατί έρχεται έχοντας το σταυρό ο Κύριος; Για να μάθουν την αχαριστία τους εκείνοι που τον σταύρωσαν, γι' αυτό τους δείχνει αυτό το σύμβολο της ντρο­πής τους. Και ότι πραγματικά γι' αυτό φέρει μαζί του το σταυ­ρό, διάβασε τον προφήτη που λέει˙«Τότε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης», γιατί θα δουν τον κατήγορό τους και θ' ανα­γνωρίσουν το σφάλμα τους. Και γιατί απορείς, εάν θα έρθει μα­ζί με το σταυρό, αφού τότε θα δείχνει και τις ίδιες τις πληγές του; «Γιατί θα δουν», λέει ο προφήτης, «εκείνον που τον τρύ­πησαν με τη λόγχη». Όπως δηλαδή έκαμε στην περίπτωση του Θωμά, επειδή ήθελε να διορθώσει την απιστία τού μαθητή του, και αφού αναστήθηκε του έδειξε τα σημάδια των καρφιών και τις πληγές, και τού είπε, «Βάλε το χέρι σου και δες, γιατί το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά», έτσι και τότε θα δείξει τις πληγές και το σταυρό, για ν' αποδείξει ότι αυτός ήταν εκεί­νος που σταυρώθηκε.

Και όχι μόνο από το σταυρό, αλλά και από τα ίδια τα λό­για που είπε πάνω στο σταυρό είναι δυνατό να δούμε την ανέκ­φραστη φιλανθρωπία του. Γιατί ακόμη και τότε που τον σταύ­ρωναν και τον ειρωνεύονταν και τον περιγελούσαν και τον έ­φτυναν, έλεγε· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Και όταν σταυρώνεται, προσεύχεται γι' αυτούς που τον σταύρωναν, αν και έλεγαν τα αντίθετα· «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, κατέβα από το σταυρό και θα πιστέ­ψουμε σε σένα». Άλλά όμως γι' αυτό δεν κατεβαίνει από το σταυρό, επειδή είναι Υιός τού Θεού, και γι' αυτό ήρθε, για να σταυρωθεί για τη σωτηρία μας. «Κατέβα από το σταυρό», λέ­γει, «και θα πιστέψουμε σε σένα». Αυτά είναι λόγια και πρόφα­ση για την απιστία τους. Γιατί το ότι αναστήθηκε, αν και υπήρ­χε ο λίθος στον τάφο του, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κα­τεβεί από το σταυρό. Το να βγάλει από το μνήμα το Λάζαρο, που ήταν νεκρός τέσσερις ημέρες και δεμένος με τα νεκρικά σάβανα, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το να κατεβεί από το σταυρό. Εκείνοι λοιπόν έλεγαν «Εάν είσαι Υιός τού Θεού, σώσε τον εαυτό σου». Αυτός όμως έκανε τα πάντα, για να σώ­σει εκείνους που τον έβριζαν, και έλεγε· «Συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Τι λοιπόν έγινε; Τους συγχώρησε την αμαρτία τους; Τους συγχώρησε, αν ήθελαν να μετανοήσουν. Γιατί αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα γινόταν ο Παύλος απόστολος. Αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δε θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες. Ότι πραγματικά πίστεψαν πολλές μυριάδες Ιουδαίων, διάβασε τι λένε οι απόστολοι στον Παύλο· «Βλέπεις, αδελφέ, πόσες είναι οι μυριάδες των Ιουδαίων που πίστεψαν στο Χριστό;».

Ας μιμηθούμε λοιπόν τον Κύριο και ας προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας  Άς μιμηθούμε τον Κύριό μας· σταυρωνόταν, και μιλούσε στον Πα­τέρα για το καλό αυτών που τον σταύρωναν. Και πως μπορώ, θα πει κάποιος, να μιμηθώ τον Κύριο; Εάν θέλεις, μπορείς. Γιατί, εάν δεν μπορούσες να τον μιμηθείς, πως έλεγε, «Μάθετε από μένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»; Εάν δεν ήταν δυνατό να τον μιμηθείς, δε θα έλεγε ο Παύλος· «Να γίνεστε μιμητές μου, όπως και εγώ γίνομαι μιμητής τού Χριστού». Άλλά όμως δε θέλεις να μιμηθείς τον Κύριο; μιμήσου το συνάνθρωπο σου, εννοώ τον απόστολο Στέφανο, γιατί και αυτός μιμήθηκε τον Κύριο. Και όπως ο Χριστός ανάμεσα στους σταυρωτές του αδιαφόρησε για τη σταύρωσή του, αδια­φόρησε για τους πόνους του και παρακαλούσε τον Πατέρα να συγχωρήσει τους σταυρωτές του, έτσι και ο διάκονος Στέφα­νος ανάμεσα σ' αυτούς που τον λιθοβολούσαν, καθώς τον κτυ­πούσαν όλοι και δεχόταν τις πέτρες τους, αδιαφόρησε για τους πόνους που τού προκαλούσαν τα κτυπήματα και έλεγε· «Κύ­ριε, μη λογαριάσεις σ' αυτούς την αμαρτία αυτή».

Είδες πως ομιλεί ο Υιός; Είδες πως παρακαλεί ο άνθρω­πος; Εκείνος λέει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία αυτή, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν», και αυτός λέει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία». Και για να μάθεις ότι προσεύχεται με ειλικρίνεια, δεν προσεύχεται απλά όρθιος όταν τον λιθοβολούσαν, αλλά γονάτισε και προσευχήθηκε με κατά­νυξη και πολλή συμπόνοια. Θέλεις να σου δείξω και άλλο συνάνθρωπο σου που έπαθε πολύ περισσότερα άπ' αυτόν; Ο Παύλος λέει· «Οι Ιουδαίοι με κτύπησαν με ραβδιά, μια φορά με λιθοβόλησαν, ένα ημερόνυκτο έμεινα στο πέλαγος». Τι λέ­ει λοιπόν ύστερα άπ' αυτά; «Θα ευχόμουν», λέει, «να χωρι­σθώ εγώ ο ίδιος από το Χριστό, για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, που είναι συγγενείς μου κατά σάρκα». Θέλεις να δεις και άλλον, όχι από την Καινή Διαθήκη, αλλά από την Πα­λαιά; Γιατί αυτό είναι το πάρα πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή τότε που δεν υπήρχε η προτροπή ν' αγαπούν οι άνθρωποι τους εχθρούς τους, αλλά να βγάζουν μάτι αντί για μάτι, και δόντι αντί για δόντι, και ν' ανταποδίδουν τα ίδια κακά, έφθασαν στη συμπεριφορά των αποστόλων. Διάβασε τι λέει ο Μωυσής, που λιθοβολήθηκε πολλές φορές από τους Ιουδαίους και περι­φρονήθηκε άπ' αυτούς· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες».

Βλέπεις ότι ο καθένας θέτει την ασφάλεια των άλλων πριν από τη δική του σωτηρία; Δεν αμάρτησες καθόλου˙ γιατί θέ­λεις να τιμωρηθείς μαζί μ' αυτούς; Επειδή, λέει, δεν αισθάνο­μαι καθόλου την ευτυχία, όταν οι άλλοι υποφέρουν. Θα μας ή­ταν βέβαια αρκετά αυτά τα παραδείγματα. Αλλά για να διορ­θωθούμε από τα πολλά παραδείγματα, θ' αναφέρω και κά­ποιον άλλο που έκαμε τις ίδιες σκέψεις. Γιατί και ο Δαυίδ, ο μακάριος και πράος εκείνος άνδρας, όταν επαναστάτησε ε­ναντίον του όλες ο στρατός του και έδωσε όλη του τη δύναμη στον υιό του τον Αβεσαλώμ, και επιτέθηκε να καταλάβει την εξουσία και ήθελε να τον σφάξει, και έπειτα οργίσθηκε γι' αυτό ο Θεός (γιατί τι σημασία έχει αν βρήκε άλλη πρόφαση για τη σφαγή;), και έστειλε τον άγγελό του με γυμνό το ξίφος, για να κτυπήσει από ψηλά, όταν έβλεπε ότι αφανίζονται όλοι, τι λέει; «Εγώ ο ποιμένας αμάρτησα, και εγώ ο ποιμένας έκαμα κακό. Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογέ­νεια».

Βλέπεις πάλι όμοια κατορθώματα; Θέλεις να σου δείξω και άλλον; Γιατί δε μας λείπει και άλλος που έκανε τις ίδιες σκέψεις. Ο προφήτης Σαμουήλ βρίσθηκε από τους Ιουδαίους, καθαιρέθηκε, περιφρονήθηκε τόσο, ώστε ο Θεός θέλησε να τον παρηγορήσει και του είπε· «Δεν περιφρόνησαν εσένα, άλλ' εμέ­να». Τι λοιπόν απάντησε εκείνος που περιφρονήθηκε, που προσβλήθηκε και που βρίσθηκε; «Είθε να μη κάνω τέτοια α­μαρτία», λέγει, «ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σάς».Θεώρησε ότι είναι αμαρτία, το να μη προσεύ­χεται για τους εχθρούς του. Είθε λοιπόν να μη συμβεί ν' αμαρ­τήσω έτσι, ώστε να μη προσεύχομαι για σάς. Ο Χριστός λέει· «Πατέρα, συγχώρησε τους την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν τι κά­νουν». Ο Στέφανος λέει· «Κύριε, μη τους λογαριάσεις την α­μαρτία αυτή». Ο Παύλος λέγει· «Θα ευχόμουν να γίνω ανάθε­μα για χάρη των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρ­κα». Ο Μωυσής λέει· «Εάν τους συγχωρήσεις την αμαρτία τους, συγχώρησε την διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βι­βλίο που με έγραψες». Ο Δαυίδ λέει· «Ας πέσει η τιμωρία σου σε μένα και στην πατρική μου οικογένεια». Ο Σαμουήλ λέει˙ «Είθε να μη κάνω τέτοια αμαρτία, ώστε να σταματήσω να προσεύχομαι στον Κύριο για σας». Πες μου λοιπόν, ποια συγγνώμη θα επιτύχουμε, όταν, ενώ ο Κύριος και οι συνάνθρω­ποι μας, από την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, όλοι μας πα­ρακινούν να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας,εμείς όμως κάνουμε το αντίθετο και προσευχόμαστε για το κακό των εχθρών μας;

Είναι σπουδαιότερο να προσεύχεται κανείς για τους εχθρούς του, παρά για τους φί­λους του. Γιατί δε μας ωφελεί τόσο το δεύτερο, όσο το πρώτο. «Γιατί, αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, δεν κάνετε τί­ποτε το σπουδαίο», λέγει ο Χριστός· «Γιατί και οι τελώνες το ί­διο κάνουν». Επομένως, εάν προσευχηθούμε για τους φίλους μας, δε γίναμε καθόλου καλύτεροι από τους ειδωλολάτρες και από τους τελώνες. Όταν όμως αγαπήσουμε τους εχθρούς μας, γίναμε όσο είναι ανθρώπινο δυνατό όμοιοι με το Θεό, γιατί «Α­νατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και σ' αγαθούς, και βρέχει στους δίκαιους και στους άδικους». Ας γίνουμε λοιπόν όμοιοι με τον Πατέρα, γιατί λέει, «Να γίνεστε όμοιοι με τον Πατέρα σας που βρίσκεται στους ουρανούς», για ν' αξιωθούμε και τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη και τη φιλανθρωπία τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Α­μήν.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Η Ιστορία του Σταυρού

Ο Θεός εξ αρχής της δημιουργίας θέτει το σταυρό, σαν γεγονός θυσίας, στη ζωή των ανθρώπων. Και ο άνθρωπος ευθύς εξ αρχής αποφεύγει να τον σηκώσει· αποφεύγει ν’ απαρνηθεί τον εαυτό του και τις επιθυμίες του, που είναι αντίθετες με το θέλημα του Θεού. Ο Θεός θέτει την εντολή να μη φάνε οι πρωτόπλαστοι από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Τον αφήνει ελεύθερο να γευθεί τους χιλιάδες καρπούς των φυτών και των δένδρων του παραδείσου, αλλά του βάζει και ένα μικρό σταυρό, μια μικρή απαγόρευση. Δεν τον αφήνει εντελώς ασύδοτο, ανεξέλεγκτο, αχαλίνωτο. Του ζητά να δαμάσει τη περιέργειά του, τη λαιμαργία του, τη τάση για πλήρη ανεξαρτησία και ελευθερία. Τον τοποθετεί ηγεμόνα της δημιουργίας, υποτάσσει τα ζώα σ’ αυτόν, αλλά του ζητά να σταυρώσει λίγο το εγώ του. Ο άνθρωπος αρνείται να σηκώσει αυτό το σταυρό. Τον αποστρέφεται και τον εγκαταλείπει. Και χωρίς να το καταλάβει, φορτώνεται το σταυρό των παθών του και το σταυρό του διαβόλου. Υποτάσσεται και υπακούει στις άλογες και αντίθεες επιθυμίες του και στις θανατηφόρες συμβουλές ενός αγνώστου όντος.

Ο Θεός θέλει το σταυρό αυτό όχι για να τον ταλαιπωρεί χωρίς λόγο, αλλά για να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Χωρίς το σταυρό είναι αδύνατο να φθάσει ο άνθρωπος σ’ αυτό το προορισμό. Όπως είναι αδύνατο να γίνει κανείς στρατιώτης χωρίς ασκήσεις και γυμνάσια, καλός αθλητής χωρίς καθημερινή προπόνηση και δίαιτα, μορφωμένος χωρίς μελέτη και εντρύφηση στις παραδόσεις των δασκάλων του και των ποικίλων βιβλίων.

Ο Θεός, όταν βλέπει το πλάσμα του να απορρίπτει την αγωγή του και να μη ακολουθεί το πρόγραμμά του, προσπαθεί να το συνεφέρει και να το οδηγήσει στη μετάνοια, δηλαδή στη μεταμέλεια, στην αλλαγή νοοτροπίας, στην αλλαγή συμπεριφοράς. Προσπαθεί να το πείσει να αναλάβει τις ευθύνες της ανυπακοής του, και ζητώντας το έλεος του Θεού, να αναλάβει ξανά το σταυρό της υπακοής και της υποταγής του στο Θεό. Δυστυχώς ο Αδάμ απορρίπτει το σταυρό της μετανοίας και έτσι η θεραπεία του αποκλείεται.

Έκτοτε το πάθημα του Αδάμ και της Εύας επαναλαμβάνεται από τους απογόνους τους. Όλοι υποτάσσονται στη φιλαυτία τους και το εγώ τους. Αγαπούν πάνω από όλα τον εαυτό τους και όχι το Θεό και το συνάνθρωπό τους.

Έτσι ο Κάιν, ο πρωτότοκος γιος των πρωτοπλάστων, κρατά τα καλύτερα προϊόντα των αγρών του για τον εαυτό του και προσφέρει στο Θεό ως θυσία τα τυχαία και κατώτερα. Αρνείται να σηκώσει το σταυρό της πραγματικής θυσίας των καλυτέρων προϊόντων του στο Θεό και να στερήσει τον εαυτό του από αυτά. Παίρνει τα καρύδια και αφήνει στο Θεό τα τσόφλια, όπως λέει ένας μύθος των αρχαίων Ελλήνων. Όταν βλέπει ότι ο Θεός δε δίδει σημασία στη θυσία του, αλλά προσέχει τη θυσία του αδελφού του Άβελ, ο οποίος δίδει στο Θεό ό,τι καλύτερο έχει, τα πρωτότοκα των προβάτων του και τα πιο παχιά, τότε μελαγχολεί και θυμώνει. Ο Θεός του εφιστά τη προσοχή ότι αυτός είναι αίτιος που δεν προσέχει τη θυσία του, αφού δεν τη προσφέρει ορθά-σταυρικά, όπως ο αδελφός του. Εκείνος, αντί να διορθωθεί και να μιμηθεί τον αδελφό του που είναι ανώτερός του στη προσφορά της θυσίας, τον σκοτώνει, πιστεύοντας ότι έτσι θα επιβληθεί στο Θεό, χωρίς να σηκώσει το σταυρό της θυσίας των καλυτέρων προϊόντων του. Έτσι από μη σωστός λάτρης του Θεού καταντά και δολοφόνος. Έκτοτε η γη θα δηλητηριάζεται συνεχώς από το ανθρώπινο αίμα. Δεν δεχόμαστε το σταυρό του Θεού και επωμίζεται η ανθρωπότητα φρικτούς σταυρούς του διαβόλου.

Ένας απόγονος του Κάιν, ο Λάμεχ, άκρατος ικανοποιητής των ορμών του, δεν περιορίζεται σε μια γυναίκα αλλά παίρνει δύο, την Αδά και τη Σελλά. Έτσι εισέρχεται στο κόσμο ο θεσμός του χαρεμιού, που θα συνθλίβει τον ανθρώπινο πολιτισμό και θα δημιουργεί πλήθος παρατράγουδα. Οι επιπτώσεις που επιφέρουν στην ανθρωπότητα οι αρνητές του σταυρού είναι φοβερές και αφάνταστα καταστροφικές για τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο Λάμεχ, ο οποίος δεν σήκωσε το σταυρό της μονογαμίας, παρασύρθηκε κάποια στιγμή και επανέλαβε το αμάρτημα του Κάιν, φονεύοντας κάποιον. Τις φοβερώτερες πληγές στην ανθρωπότητα τις δημιουργούν άνθρωποι ακρατείς και ασύδοτοι στις ορέξεις τους.

Η αντισταυρική πορεία των ανθρώπων συνεχίζεται και οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, ακολουθώντας πάντα τις προτιμήσεις τους και όχι το θέλημα του Θεού, παύουν να είναι προσωπικότητες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού και καταντούν «σάρκες» (Γεν. 6,3). Ο Θεός προσπαθεί να τους συνεφέρει και να τους οδηγήσει στη μετάνοια, όπως παλαιότερα προσπάθησε για τους πρωτοπλάστους και για τον Κάιν. Αυτή τη φορά δεν τους παροτρύνει ο ίδιος άμεσα, αλλά διαλέγει ως αγγελιοφόρο του το Νώε, το μόνο δίκαιο που υπάρχει εκείνη την εποχή.

Το άξιο προσοχής είναι ότι ο Νώε, για να προτρέψει τους συνανθρώπους του στη μετάνοια, επωμίζεται ένα φοβερό σταυρό. Παρατά όλες τις ασχολίες του και τις υποθέσεις του και για εκατό ολόκληρα χρόνια κατασκευάζει την κιβωτό. Ο Θεός προτίμησε αυτό το έμπρακτο και συμβολικό κήρυγμα, που θα το ακολουθήσουν και άλλοι προφήτες αργότερα, για να αναγκασθούν οι άνθρωποι να πιστεύσουν στα λόγια του Θεού, βλέποντας τη θυσία που κάνει ο Νώε. Εν τέλει οι άνθρωποι δεν δίδουν σημασία στη θυσία του Νώε, ούτε στα λόγια του ότι ο Θεός θα καταστρέψει τον κόσμο, και έτσι πραγματοποιείται ο κατακλυσμός, που είναι η δεύτερη δυναμική ενέργεια του Θεού μετά την εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο. Ο Νώε επειδή σήκωσε το σταυρό του σώζεται κι αυτός και η οικογένειά του.

Ο Νώε με την οικογένεια του σώζεται από τον κατακλυσμό, αλλά δυστυχώς διασώζεται και το αντισταυρικό πνεύμα. «Ήσαν δε οι υιοί Νώε, οι εξελθόντες εκ της κιβωτού, Σημ, Χαμ, Ιάφεθ· Χαμ δε ην πατήρ Χαναάν (Γεν, 9,18) σημειώνει με νόημα η Γραφή, αφήνοντας στους πολύ μελετηρούς και προσεκτικούς να διαβάσουν μέσα απ’ αυτό το χωρίο τι συνέβαινε στη κιβωτό την περίοδο του κατακλυσμού. Ο ιερός Χρυσόστομος, που δεν του ξεφεύγει καμμιά λεπτομέρεια των Γραφών, παρατηρεί ότι αυτό το χωρίο μας αποκαλύπτει ότι, ενώ γινόταν ο κατακλυσμός, ο Χαμ συνουσιαζόταν με τη γυναίκα του. Τα πάντα καταστρεφόταν, όλοι τρέμανε και λυπόνταν για το χαμό ολόκληρης της ανθρωπότητας, και το κτήνος ο Χαμ εκείνη την ώρα βρήκε να εκτελεί τα συζυγικά του καθήκοντα. Έτσι, όταν βγήκανε έξω από την κιβωτό, μαζί με το Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ υπήρχε και ένα μωρό ο Χαναάν.

Ο Νώε, αφού βγήκαν και άρχισαν τις γεωργικές τους εργασίες, φύτεψε και καλλιέργησε αμπέλι και, όταν ωρίμασαν τα σταφύλια, τα πήρε, έκανε κρασί και ήπιε πολύ, με αποτέλεσμα να μεθύσει και πάνω στο μεθύσι του να γυμνωθεί. «…Και είδε Χαμ ο πατήρ Χαναάν την γύμνωσιν του πατρός αυτού…» και φώναξε τ’ αδέλφια του να έρθουν και… να κάνουν χάζι. Τ’ αδέρφια του, μόλις άκουσαν το πάθημα του πατέρα τους, πήραν τα ρούχα του και βαδίζοντας προς τα πίσω, με τη πλάτη προς το πατέρα τους, τον πλησίασαν και τον έντυσαν. Εδώ φαίνεται και πάλι το αντισταυρικό φρόνημα του Χαμ. Δεν σκέφτεται ότι όλα τα καλά, ακόμη και το ότι ζει, τα οφείλει στον πατέρα του το Νώε. Δεν σκέφτεται ότι είναι ο αγαπημένος του Θεού, ο μόνος δίκαιος, μέσα σε μια εποχή που όλοι έχουν γίνει «σάρκες». Δεν σκέφτεται ότι τον πατέρα του, αν έπαθε κάτι σαν άνθρωπος, δεν πρέπει να τον κοροϊδέψει, αλλά να τον συμπαρασταθεί και να τον βοηθήσει να συνέλθει, όπως έκαναν τ’ άλλα τ’ αδέλφια του.

Όταν δω τον άλλον να έχει ένα πρόβλημα σωματικό, πνευματικό, ηθικό, δεν τον χλευάζω ούτε τον κοροϊδεύω, αλλά τον λυπούμαι και τον συμπαραστέκομαι. Σηκώνω το σταυρό του· δεν του βάζω άλλο βάρος. Θα πρέπει να θυμόμαστε όλοι μας ότι ο Χριστός είναι «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. 1,30). Αυτός που φορτώνεται την αμαρτία μας για να μας ελαφρύνει εμάς. «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λκ. 23,34) λέγει ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Όχι μόνο δεν ζητά τιμωρία αλλά και τους δικαιολογεί. Βέβαια, αν ο άλλος επιμείνει στην αρρώστια του και θέλει παρά ταύτα να κρατά κάποιο αξίωμα, ή εάν την ανωμαλία του ή το πρόβλημά του το προβάλλει σαν κάτι το φυσιολογικό ή και το θεωρεί προτέρημα, τότε πλέον θα τον ελέγξουμε και θα τον ταλανίσουμε, γιατί υπάρχει κίνδυνος και γι’ αυτόν να σαπίσει εντελώς και για την κοινωνία να μολυνθεί ανεπανόρθωτα.

Ο Νώε, μόλις συνήλθε και έμαθε τι έγινε, καταράστηκε τον Χαναάν και είπε ότι θα γίνει υπηρέτης του Σημ και του Ιάφεθ. Οι πατέρες λένε ότι αυτή η κατάρα του Νώε είναι προφητεία υπό μορφή κατάρας, και αφορά τον Χαναάν, για να κάνει εντύπωση στον ελεεινό Χαμ και να μετανοήσει, αφού η κατάντια του παιδιού είναι η χειρότερη τιμωρία για τον πατέρα. Ο Νώε λοιπόν, με την κατάρα του, προλέγει ποια θα είναι η εξέλιξη των απογόνων του Χαμ· θα γίνουν δούλοι στους λαούς που θα προέλθουν από τον Σημ και τον Ιάφεθ. Και πράγματι η ιστορία το επιβεβαιώνει ότι έτσι έγινε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λόγω της άθλιας φιλαυτίας και μισανθρωπίας του Χαμ, εισέρχεται στην ανθρωπότητα ο σταυρός της δουλείας. Οι άνθρωποι θα φωνάζουν έκτοτε «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» χωρίς να προσπαθούν να καταργήσουν την αθεότητά τους και τη φιλαυτία τους. Όταν είναι δούλοι θα ζητούν τα δικαιώματά τους· κι όταν γίνουν κύριοι, για να προστατέψουν και να επεκτείνουν τα δικαιώματά τους, θα καταργούν τα δικαιώματα των άλλων. Θα κάνουν καταστροφικές επαναστάσεις και αιματηρές εξεγέρσεις, καταστρέφοντας τα πάντα και βυθίζοντας στο αίμα την ανθρωπότητα, και θα ξεχνούν να χτυπήσουν τη φιλαυτία τους και τον εγωισμό τους.

Πολλαπλασιάσθηκαν οι άνθρωποι μετά απ’ αυτά τα γεγονότα και έγιναν πολλοί· έγιναν αναρίθμητοι. Κάνανε για πρώτη φορά τους ψημένους πλίνθους και άρχισαν να κτίζουν στερεά και με επιτυχία χρησιμοποιώντας την άσφαλτο για λάσπη. Και είπαν· «ας κτίσουμε για τους εαυτούς μας μία πόλη και ένα πύργο που να φθάνει μέχρι τον ουρανό. Και έτσι θα κάνουμε το όνομά μας αθάνατο πριν διασπαρθούμε σ’ όλη τη γη» (Γεν. 11,4). Σ’ αυτό το σημείο οι πατέρες που ερμηνεύουν τη Γραφή βλέπουν μια επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άνθρωπος επιμένει να ευτυχεί και να μεγαλουργεί εργαζόμενος και κινούμενος ανθρωποκεντρικά και όχι θεοκεντρικά. Θέλει να γίνει αθάνατος και να φθάσει στον ουρανό μόνος του χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Ο Θεός, για να τον διορθώσει, επεμβαίνει και συγχέει τις γλώσσες των ανθρώπων. Μη μπορώντας να συνεννοηθούν άφησαν την πόλη και τον πύργο ατελείωτα. Έτσι μη δεχόμενοι το «σταυρό» της ηγεμονίας του Θεού φορτώνονται το σταυρό της πολυγλωσσίας, που ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα την ανθρωπότητα.

Ο Θεός δεν απελπίζεται από την κατάντια της δημιουργίας του και προσπαθεί ξανά να την διορθώσει. Βρίσκει τον Αβραάμ, όπως είχε βρει παλιά το Νώε, και επιχειρεί μαζί του να διορθώσει το ανθρώπινο γένος. Και για να το κάνει αυτό φορτώνει στον Αβραάμ ένα σταυρό. Του λέγει· «Έξελθε από τη γη σου, τους συγγενείς σου, από το σπίτι του πατέρα σου, και έλα στη γη που θα σε υποδείξω εγώ. Αν το κάνεις αυτό, θα δημιουργήσω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω και θα δοξάσω το όνομά σου. Θα ευλογήσω αυτούς που σε ευλογούν και θα καταραστώ αυτούς που σε καταριούνται. Όχι μόνο εσύ θα είσαι ευλογημένος, αλλά θα ευλογηθούν μέσα από σένα κι όλες οι φυλές της γης» (Γεν. 12, 1-3). Ο Αβραάμ σηκώνει το σταυρό του και υπομένει όλα τα δυσάρεστα που θ’ αντιμετωπίσει, ακολουθώντας τις οδηγίες του Θεού.

Κορυφαία δοκιμασία του Αβραάμ θα είναι η απαίτηση του Θεού, να θυσιάσει σ’ αυτόν τον υιό του το μονογενή, τον οποίο απέκτησε μετά από 25 χρόνια αναμονή και αφού έγινε παλληκαράκι πλέον. Ο Αβραάμ προχωρεί χωρίς δισταγμό και γογγυσμό στη θυσία, που είναι πολύ ανώτερη της θυσίας του Άβελ. Ο Άβελ θυσίασε τα καλύτερα του ζώα· ο Αβραάμ θυσιάζει το καλύτερο και μονάκριβο παιδί του. Θυσιάζει την προέκταση της σάρκας του και τη μόνη ελπίδα που είχε για να πραγματοποιηθούν οι υποσχέσεις του Θεού. Ο Αβραάμ απέδειξε ότι αγαπά το Θεό περισσότερο από τον υιό του και πιστεύει σ’ αυτόν με μια πίστη σπάνια. Και έτσι ο Θεός για αντάλλαγμα αγάπησε τον κόσμο περισσότερο από τον υιό του, τον οποίον θυσίασε πραγματικά.

Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ είναι -όπως και η Θεοτόκος- οι μεγάλοι σωτήρες της ανθρωπότητας. Η σωτηρία του κόσμου εξαρτήθηκε κάποια στιγμή από το μεγάλο ναι που είπαν στο σχέδιο του Θεού, επωμιζόμενοι βαρύ και επώδυνο σταυρό ο καθένας τους. Η ανθρωπότητα τους οφείλει πολλά.

Μετά τον Αβραάμ έχουμε τον Ισαάκ, ο οποίος αποκτά δύο παιδιά τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Ο Ησαύ σαν πρωτότοκος, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο της τότε εποχής, θα έπαιρνε όλη την περιουσία του πατέρα του και το σπουδαιότερο θα κληρονομούσε την επαγγελία του Θεού να γίνει γενάρχης μεγάλου έθνους και να ευλογηθούν μέσα απ’ αυτόν όλοι οι άνθρωποι της οικουμένης. Ο Ησαύ ήταν άνθρωπος γυμνασμένος, που αγαπούσε τα κυνήγια, την περιπέτεια και τη δράση. Ο Ιακώβ ήταν άπλαστος, ήσυχος, σπιτικός, και του άρεσε να κάνει παρέα με τη μητέρα του. Ο Ιακώβ, όμως, είχε μια σπάνια πίστη και ποθούσε όσο τίποτα άλλο την ευλογία του Θεού και τις επαγγελίες, που είχε δώσει στον παππού του, τον Αβραάμ και τον πατέρα του, τον Ισαάκ.

Κάποια μέρα, που ο Ιακώβ είχε μαγειρεύσει φακή, γυρίζει ο Ησαύ από το κυνήγι πεινασμένος και του ζητά να φάγει. Ο Ιακώβ που έβλεπε τον αδελφό του να είναι αδιάφορος για το σχέδιο του Θεού, όπως ήταν και ο Χαμ μέσα στην κιβωτό, του στήνει την «παγίδα».

-Αν μου δώσεις τα πρωτοτόκια σου τότε θα σου δώσω τη φακή.

–Βρε ποια πρωτοτόκια· βάλε με να φάω και πάρε ό,τι θέλεις.

–Να μου τα δώσεις με όρκο.

–Σου το ορκίζομαι.

Αυτός ο διάλογος συνήφθη μεταξύ των αδελφών. Δεν είχε καμμιά επισημότητα και καμμία αναγκαστική νομική συνέπεια. Ούτε μάρτυρες υπήρχαν.

Ο Θεός όμως, που είδε τον Ησαύ να μη εκτιμά τον θησαυρό που είχε στη διάθεσή του και τον Ιακώβ να τον ποθεί σφοδρά, τον επικύρωσε στον δεύτερο. Βέβαια, απ’ ότι φαίνεται στη Γένεση (33,1-11), ο Ιακώβ δεν πήρε την υλική περιουσία του πατέρα του· την άφησε στον Ησαύ και του έδωσε και επιπλέον από τη δική του. Πήρε μόνο την πνευματική ευλογία για την οποία ο Ησαύ δεν ενδιαφερόταν καθόλου. Συνεπώς δεν τον αδίκησε, αφού αυτά που ποθούσε δεν του τα στέρησε. Έτσι ο γήινος και χοϊκός Ησαύ βγήκε έξω από το σχέδιο του Θεού, τη δόξα και την ευλογία του. Δεν εκτίμησε το θησαυρό και γι’ αυτό τον αντάλλαξε μ’ ένα πιάτο φακή! Για να μη σηκώσει το προσωρινό σταυρό της υλικής πείνας άφησε τον εαυτό του αιώνια νηστικό.

Πνευματικοί απόγονοι του Ησαύ είναι το πλείστον των Νεοελλήνων.

Το βράδυ της αναστάσεως, μόλις ακούσουν το «Χριστός Ανέστη», γυρίζουν την πλάτη στον ιερέα και φεύγουν για να φάνε μια ώρα νωρίτερα την μαγειρίτσα. Δεν υπομένουν μια ώρα «ταλαιπωρία» και χάνουν τη θεία κοινωνία, τη χαρά της αναστάσεως, την αιώνια ζωή.

Ο ιερεύς κραυγάζει, διαβάζοντας τον «Κατηχητικό λόγο του αγίου Χρυσοστόμου»· «Η τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως. Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος».

Οι Νεοέλληνες όμως έχουν κουφαθεί από καιρό.