Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Καταβασίες υψώσεως Τιμίου Σταυρού


Ὠδή Α’
«Σταυρόν χαράξας Μωσῆς, ἐπ’εὐθείας  ῥάβδῳ, τήν Ἐρυθράν διέτεμε, τῷ Ἰσραήλ πεζεύσαντι. τήν δἐ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραώ τοῖς ἅρμασι, κροτήσας ἥνωσεν· ἐπ’εὒρους διαγράψας, τό ἀήττητον ὂπλον. Διό Χριστῷ ᾂσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν· ὅτι δεδόξασται».
Ὁ Μωϋσῆς ἀφοῦ μέ τήν ράβδο του χάραξε σέ εὐθεία γραμμή καθέτως τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, χώρισε τήν Ἐρυθρά θάλασσα στά δύο γιά νά περάσει μέ γυμνά πόδια ὁ Ἰσραηλιτικός λαός. Καί κατόπιν ἀφοῦ τή χτύπησε μέ κρότο ὁριζοντίως, τήν ἕνωσε  καί κατεβύθισε τό ἱππικό τοῦ Φαραώ, ἀφοῦ σχημάτισε κατά πλάτος τό ἀήττητο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό ἄς ἀνυμνήσουμε τόν Θεό μας, γιατί δοξάστηκε ἡ Δύναμίς Του.  
Ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Καθώς ἒσχισε λοιπόν ὁ Χριστός μέ τήν Ῥάβδον τοῦ Σταυροῦ τἠν Ἐρυθρά ἁμαρτίαν, ἐμᾶς τούς νέους Ἰσραηλῖτες, πού ἀκολουθούσαμε Αὐτόν, διεπέρασε (προστάτεψε) στήν ἒρημο τῆς ἁμαρτίας διά τῆς ἀπαθείας. Τόν  Φαραώ, δηλαδή τόν Σατανᾶν καί τά δαιμονικά αὐτοῦ ἃρματα, τούς Δαίμονες, κατεβύθισεν. Ὄχι ὃτι ἒχουν κανένα ἁρμόδιο καί εὒτακτο. Πάντα τά τῶν Δαιμόνων εἶναι ἂτακτα καί ἀνάρμοστα. Ἀλλά λέγονται ἃρματα ἐξαιτίας τῆς  ἒπαρσης αὐτῶν καί τῆς ὑπερηφάνειας, ὑπό τῆς ὁποίας ἀφοῦ κυριεύθηκαν, ἐξέπεσαν ἀπό τούς οὐρανούς. Θάλασσα Ἐρυθρά εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Αἰγύπτιοι καί Φαραωνῖτες, εἶναι οἱ πονηροί Δαίμονες. Ἂνεμοι, αὐτοί πού ταράζουν τή  ζωή αὐτή, εἶναι οἱ προσβολές τῶν βλασφήμων καί αἰσχρῶν καί πονηρῶν λογισμῶν μέ τούς ὁποίους οἱ Δαίμονες ταράζουν τό τριμερές τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τό λογιστικόν, τό ἐπιθυμητικόν, τό θυμικόν. Κύματα τῆς θάλασσας αὐτῆς  εἶναι οἱ διάφοροι πειρασμοί καί οἱ περιστάσεις καί θλίψεις, ὃπου ἀκολουθοῦν στή ζωή αὐτή.
Ὠδή Γ’
«Ῥάβδος εἰς τύπον τοῦ Μυστηρίου παραλαμβάνεται· τῷ βλαστῷ γάρ προκρίνει τόν ἱερέα· τῇ στειρευούσῃ δέ πρώην, Ἐκκλησίᾳ νῦν, ἐξήνθησε, ξύλον Σταυροῦ, εἰς κράτος καί στερέωμα».
Ἡ ῥάβδος σάν παρακαταθήκη ἐκλαμβάνεται ὡς προτύπωση τοῦ Μυστηρίου· μέ τόν βλαστό κρίνει ποιόν θά ὁρίσει ἱερέα· τώρα στήν πρώην Ἐκκλησία πού ἦταν στεῖρα, βλάστησε, ἀναφάνηκε τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ πού τήν ἒκανε στέρεη καί δυνατή.
Ἑρμηνευτικά Σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ἀπό τό ΙΖ’ κεφάλαιο τῶν Ἀριθμῶν δανείστηκε  τήν  ἱστορία, ὁ Μελωδός. Λέει ὃτι καθώς ἡ ῥάβδος ἐκείνη τοῦ Ἀαρών, ἂν καί ἦταν ξερή καί στεῖρα, ὡστόσο βλάστησε καρπό, τά καρύδια. Ἔτσι καί τώρα στήν Ἐκκλησία τῶν Ἐθνῶν, ἡ ὁποία ἦταν στεῖρα καί  ἂγονη, ἂνθισε τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί ἐβλάστησε καρπόν ζωῆς. Ἐννοεῖ  τόν Σωτῆρα Χριστόν πού κρεμάστηκε πάνω σέ αὐτόν. Γιατί ἡ ῥάβδος τοῦ Ἀαρών ἐβλάστησε καρύδια; Διότι καθώς τό καρύδι ἀπό ἔξω  φαίνεται σκληρό καί στυφό, ἐνῶ  μέσα ἒχει τό φαγητόν,μέ παρόμοιο τρόπο καί ὁ ἱερέας ἀπό ἔξω πρέπει νά φαίνεται ἐγκρατής καί στυφός, ἀλλά μέσα  στήν καρδιά νά περιέχει τίς ἀρετές, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης.

Ὠδή Δ’
«Εἰσακήκοα Κύριε, τῆς οἰκονομίας σου τό μυστήριον, κατενόησα τά ἒργα σου, και ἐδόξασά σου τήν Θεότητα».
 «Ἂκουσα προσεκτικά Κύριε, τό Μυστήριο τοῦ Σχεδίου Σου, κατενόησα τά ἒργα Σου καί δοξολόγησα τήν Θεότητά Σου».
Ἑρμηνευτικά Σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ἡ τέταρτη ὠδή εἶναι ποίημα τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ ὃπου λέει «Κύριε εἰσακήκοα τήν ἀκοήν σού και ἐφοβήθην, κατενόησα τά ἒργα σού και ἐξέστην». Στρεφόμενος πρός Τόν Σαρκωθέντα Ὑιόν τοῦ Θεοῦ, λέει, Κύριε, ἐγώ εἰσήκουσα τό Μυστήριον τῆς ἐνσάρκου σού Οἰκονομίας. Ἀπό πού εἰσήκουσε αὐτήν; Ἀπό τό Ἃγιο Πνεῦμα τό ὁποίο κατοικούσε στήν καρδιά ἐκείνου. Δεν εἶπε ἀπλῶς «ἀκήκοα» ἀλλά «εἰσακήκοα» δηλαδή μέσα στήν καρδιά μού ἂκουσα τήν νοερά φωνή τήν λαλουμένη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἒτσι λοιπόν και ὁ Προφήτης Δαυίδ ἒλεγε: «Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοί Κύριος ὁ Θεός» (Ψαλμ. Πδ’.8.). Κατενόησα, κατά βάθος τά φοβερά ἒργα και τά φρικτά θαυμάσια, με τά ὁποία Ἐσύ ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος θέλεις να ἐργασθείς τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων και μάλιστα τόν Σταυρόν και τήν Θεότητα Σού, αὐτά λοιπόν, ἀφοῦ συλλογίστηκα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι ἂλλο από τό να δοξολογήσω τήν δική Σού Θεότητα. Ἦταν ἲδιον γνώρισμα τῆς Θεότητας Σού δηλαδή, μέσω τῆς ταπεινότητας τοῦ Σταυροῦ να νικήσει τόν ὑπερήφανο Διάβολο. Μέσω τοῦ Πάθους, να προξενήσει ἀπάθεια. Και μέσω τοῦ θανάτου, να χαρίσει ζωή σε ὂλους τοῦς ἀνθρώπους. 
Ὠδή Ε’
«Ὢ τρισμακάριστον Ξύλον! ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος. Δι’ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοἰ δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι, τἠν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν». 
Ὦ τρισευτυχισμένε Σταυρέ! Πάνω στό ὁποῖο τεντώθηκε ὁ Βασιλιάς καί Κύριος· μέσῳ τοῦ ὁποίου ἒπεσε, ἀπέτυχε (ἐννοεῖ τόν Διάβολο) αὐτός πού ἐξαπάτησε διά τοῦ ξύλου (τό ἀπαγορευμένο δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ), τόν Ἀδάμ, ἀφοῦ  δελεάσθηκε, ἐξαπατήθηκε ἀπό σένα, τόν Θεό, πού καρφώθηκες (στό σταυρό) πάνω ὡς πρός τή σάρκα, Ἐσύ πού παρέχεις εἰρήνη στίς ψυχές μας.
Ἑρμηνευτικά Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ  Ἁγιορείτου
Δύο σχήματα ῥητορικά μεταχειρίζεται ἐδῶ στόν Εἱρμό ὁ ἱερός Κοσμᾶς ἐπιστροφή καί προσωποποιΐα. Ἐπιστρέφοντας, δηλ. τό λόγο πρός τόν Σταυρό, συνομιλεῖ μέ αὐτόν ἔνῶ εἶναι ἂψυχος  καί ἂλογος, σά νά ἦταν ἒμψυχος καί λογικός. Προσαρμόζει  ἡ ῥητορική τέχνη ὃταν θέλει ψυχή στά ἂψυχα καί λόγο στά ἂλογα καί στούς ἀπροσώπους προσδίδει πρόσωπον. Ἐδῶ βλέπε, ἀναγνώστα, δύο παραδείγματα ψαράδων. Ὁ Διάβολος παρομοιάζεται μέ ἓναν ἀφρονέστατο ψαρά καί κυνηγό ὁ ὁποῖος θέλοντας νά πιάσει  μία ἀθερίνα καί ἓνα μικρό ψαράκι, ἒβαλε στό ἀγκίστρι του δόλωμα ἓνα δελφίνι ἤ ἓνα τεράστιο κῆτος. Ἐπειδή τήν ἐλπίδα τῆς ὑπερμεγίστης και ἀχωρήτου Θεότητος ἒβαλε ὡς δόλωμα στό ἀγκίστρι τῆς ἀπάτης του καί μέ τό τεράστιο αὐτό δόλωμα δελέασε ἓναν εὐτελή καί πολύ μικρό ἂνθρωπο.
Ὁ Θεός ὃμως ἀντιθέτως παρομοιάζεται μέ ἓναν σοφώτατο ψαρά ὁ ὁποῖος μέ ἓνα πολύ μικρό ψαράκι πιάνει ἓνα τεράστιο κῆτος. Διότι αὐτός βάζοντας στό ἀγκίστρι τῆς κεκρυμμένης αὐτοῦ Θεότητος τό  μικρόν δόλωμα τῆς φανερῆς του Ἀνθρωπότητος μέ αὐτό δελέασε καί διέφθειρε τό  μέγα καί νοητό κῆτος, τό Διάβολο.
Ὠδή ΣΤ’
«Νοτίου θηρός ἐν σπλάχνοις παλάμας Ἰωνᾶς, σταυροειδῶς διεκπετάσας, τό σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφῶς. ὃθεν τριήμερος ἐκδύς, τήν ὑπερκόσμιον Ἀνάστασιν ὑπεζωγράφησε, τοῦ σαρκί προσπαγέντος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, και τριημέρῳ ἐγέρσει, τόν κόσμον φωτίσαντος».
Ὁ Ἰωνᾶς προδιατύπωνε μέ σαφήνεια τό σωτήριο πάθος ἀφοῦ ἅπλωσε τίς παλάμες του σέ σχῆμα Σταυροῦ, (ἐνῶ βρισκόταν) στά σπλάγχνα θαλασσίου κήτους. Ἀπό ἐκεῖ ἀφοῦ βγῆκε μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἀπεικόνισε διά γραφίδος τήν ἀκατανόητη Ἀνάσταση, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πού καρφώθηκε ὡς πρός τήν σάρκα, και ὁ ὁποῖος μέ τήν τριήμερη Ἀνάστασή Του, φώτισε τόν κόσμο.  
Ἑρμηνευτικά Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ἡ ἓκτη ὠδή ἀποτελεῖ ποίημα μέ ἀφορμή τήν ἄρνηση τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ νά πάει στούς Νινευΐτες νά τούς κηρύξει τή μετάνοια. Λέει λοιπόν ὃτι ὁ Ἰωνᾶς ἅπλωσε τά χέρια του σέ σχῆμα Σταυροῦ μέσα στά  σπλάγχνα τοῦ νοτίου δηλαδή τοῦ θαλασσίου κήτους, γιά τρεῖς μέρες πού πέρασε μέσα σ᾿ αὐτό. Με τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ προεικόνισε καθαρά τό σωτήριο πάθος καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία ὃλων τῶν ἀνθρώπων.
Ὠδή Ζ’
«Ἒκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς, λαούς ἐκλόνησε, πνέον ἀπειλῆς καί  δυσφημίας θεοστυγοῦς· ὅμως τρεῖς Παῖδας οὐκ ἐδειμάτωσε, θυμός θηριώδης, οὐ πῦρ βρόμιον· ἀλλ᾿ ἀντηχοῦντι δροσοβόλῳ πνεύματι, πυρί συνόντες ἒψαλλον· Ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καί ἡμῶν, Θεός εὐλογητός εἶ».
 «Κλόνησε τούς λαούς, ἓνα παράλογο πρόσταγμα ἀσεβοῦς τυράννου, πνέοντας ἀπειλές και θεομίσητες βλασφημίες. Ὃμως δέν τρομοκράτησε ὁ ἂγριος θυμός, οὔτε ἡ θορυβώδης φωτιά τούς τρεῖς Παῖδες. Ἀλλά ἒψαλλαν, καθώς βρίσκονταν μαζί, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δροσίζει,  ἂν καί ἀντηχοῦσε ἡ φωτιά. Εὐλογημένος ἄς εἶσαι ὁ Ὑπερύμνητος Πατέρας καί Θεός μας». 
Ὠδή Η’
«Εὐλογεῖτε Παῖδες, τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι, δημιουργόν Πατέρα Θεόν. ὑμνεῖτε τόν συγκαταβάντα Λόγον, και τό πῦρ εἰς δρόσον μεταποιήσαντα. Και ὑπερυψοῦτε τό πᾶσι ζωήν παρέχον, Πνεῦμα πανάγιον εἰς τούς αἰῶνας».
Εὐλογεῖτε τρεῖς Παῖδες τόν Θεό καί Δημιουργό Πατέρα, πού εἴσαστε ἴσοι ὡς πρός τόν ἀριθμό μέ τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὑμνεῖτε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ πού ταπεινώθηκε καί μετέβαλε τό πῦρ σέ δροσιά· ὑπερυψώνετε αἰωνίως καί τό Ἅγιο Πνεῦμα  πού χορηγεῖ τή ζωή στούς πάντες καί τά πάντα.
Ἑρμηνευτικά τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ὁ μελωδός μέ αὐτά τά τρία ῥήματα «Εὐλογεῖτε, ὑμνεῖτε, ὑπερυψοῦτε», παρακινεῖ ὃλα τά κτίσματα εἰς ὓμνον Θεοῦ. Τό μέν «εὐλογεῖτε» ἀπέδωσε στόν Θεό Πατέρα, τόν προκαταρκτικῶς Δημιουργόν τοῦ παντός, τό δέ «ὑμνεῖτε» ἀπέδωσε στόν Υἱό καί Λόγο, τόν Μονογενῆ τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος συγκατέβη στήν κάμινο καί μετέβαλε σέ δροσιά τό πῦρ. Τό δέ «ὑπερυψοῦτε» ἀπέδωσε στό Πανάγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο δίνει ζωή σέ ὃλα τά ζωντανά κτίσματα (ἀγγέλους, ἀνθρώπους, ζῶα, φυτά, γιατί ὅλα ἔχουν ψυχή, ἀναλόγως, θρεπτική, αὐξητική, γεννητική) .Τά τρία διαφορετικά ρήματα δέν σημαίνει ὅτι χρησιμοποιοῦμε ἀνάλογα μέ τό κάθε πρόσωπο μία λέξη μέ διαφορετική σημασιολογία, ἀλλά ὅτι πολύ ἁπλά ὁ καθένας ἀπό τούς τρεῖς Παῖδες δοξολογοῦσε διαφορετικό πρόσωπο μέ διαφορετικό ρῆμα. Διότι ἐξάλλου εἶναι κοινά καί στά τρία πρόσωπα καί ἡ εὐλογία καί ὁ ὕμνος καί ἡ ὑπερύψωση. Ἔτσι κατανοεῖται καί ἡ πρόταση ¨Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον, ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας¨.Μονάς ἐν Τριάδι καί Τριάς ἐν Μονάδι.
Ὠδή Θ’
«Μυστικός εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, ὑφ’οὗ τό τοῦ Σταυροῦ ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον. Δι’οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦντες αὐτόν σέ μεγαλύνομεν».
 «Μυστικός Παράδεισος εἶσαι Θεοτόκε, πού γέννησες ἀσπόρως, μέ ὑπερφυσικό τρόπο τόν Χριστό, ἀπό τόν Ὁποῖο φυτεύθηκε καί καλλιεργήθηκε τό ζωοποιό δένδρο στή γῆ, τοῦ Σταυροῦ· διά τοῦ ὁποίου τώρα καθώς ὑψώνεται, προσκυνώντας Αὐτόν (δηλαδή τόν Χριστό), ἐγκωμιάζουμε Ἐσένα (Θεοτόκε)». 
Ἑρμηνευτικά τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἠ Θ’ Ὠδή εἶναι ποίημα τῆς Παρθένου. Γι᾿ αὐτό ἀφιερώνεται καί συσχετίζεται  ἡ Θ΄Ὠδή τοῦ Κανόνα μέ τήν Παναγία. Καθώς ὁ αἰσθητός Παράδεισος βλάστησε χωρίς νά ἔχει γεωργηθεῖ καί σπαρεῖ ἀπό ἄνθρωπο, ἔτσι καί ἡ Παναγία χωρίς νά γεωργηθεῖ καί νά σπαρεῖ ἀπό ἄνθρωπο γέννησε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τόν Χριστό. Τό ¨φυτουργήθηκε¨ σημαίνει: καθώς ὁ Χριστός ἀφοῦ εἶναι Θεός ποτίζει τά φυτά μέ τό νερό τῆς βροχῆς καί ἔτσι τά κάνει νά ριζώνουν στή γῆ καί νά βλαστάνουν καρπούς, ἔτσι καί τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἀφοῦ τό πότισε ὁ Χριστός ὡς  ἄνθρωπος μέ αἷμα καί νερό πού ἔτρεξαν ἀπό τήν ἀθάνατη πλευρά Του, ἔκανε νά βλαστήσει καί νά τελεσφορήσει ὁ καρπός τῆς αἰωνίου ζωῆς. Χρησιμοποιεῖ τό ¨μεγαλύνομεν¨ ἐπειδή ἔτσι ἀρχίζει ἡ Θ΄Ὠδή τῆς Θεοτόκου ¨Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον¨.