Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Η Επιστήμη μπροστά στη Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού

Η Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού είναι το επίκεντρο, είναι ο πυρήνας της καταφάσεως του Χριστιανισμού και του αντιλόγου στο Χριστιανισμό.

Γιατί αν η Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού μας είναι αλήθεια, τότε όλα εκείνα τα οποία πιστεύαμε, όλα εκείνα στα οποία έχουμε προσκολληθεί, όλα εκείνα τα οποία ακολουθούμε και που είναι ξένα η αντίθετα προς τον Χριστό και προς το Ευαγγέλιό του είναι είδωλα που πρέπει να γκρεμισθούν. Γι  αὐ­τό και με τόση μανία και τέτοιο πείσμα έχουν εγερθεί τόσες πολλές αντιρρήσεις, έχουν παρουσιασθεί τόσα πολλά επιχειρήματα, για να πείσουν τον καθένα ότι η Ανάσταση του Χριστού δεν έγινε. Γιατί αν η Ανάσταση του Χριστού έγινε, τότε ο Χριστός είναι ο Θεός, τότε όσα λέει ο Χριστός, όσα λέει το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια και θα πρέπει να πεθάνουμε για όλα όσα έχουμε ζήσει που είναι αντίθετα και ξένα προς τον Χριστό και να ξαναζήσουμε μια νέα ζωη σύμφωνη με όλα όσα είπε και έζησε ο Χριστός και εξακολουθεί να πρεσβεύει και να βιώνει η Εκκλησία.

Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση του Χριστού μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες·
— Η μία είναι ότι ο Κυριος δεν πέθανε πάνω στον σταυρό και συνεπώς αφού δεν πέθανε και δεν αναστήθηκε.
— Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά της αναστάσεως, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγφράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την ανάσταση του Χριστού.
— Και η τρίτη περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι βρέθηκε κενός ο τάφος Του.

Α. Το εάν ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την επιστήμη της Ιατρικής.

Γιατί αυτή είναι εκείνη, η οποία μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων και η οποία μελετάει όλες τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με τη βαθμιαία κατάρρευση των ζωτικών λειτουργιών του σώματος και με την διαπίστωση ότι οι συνθήκες πλέον για την επιβίωση του οργανισμού είναι εξαντλημένες και ότι ο θάνατος έχει επέλθει.

Αξίζει λοιπόν την προσοχή μας ότι αυτή η αμφισβήτηση - ότι Χριστός δεν πέθανε πάνω στο αταυρό - δεν παρουσιάσθηκε ποτέ κατά το διάστημα της γενεάς των ανθρώπων που έζησαν όταν συνέβη η σταύρωση του Χριστού, δεν παρουσιάσθηκε κατά την εποχή των μεγάλων αιρέσεων, οι οποίες αμφισβήτησαν και την θεότητα του Χριστού και την Ανάστασή Του δεν παρουσιάσθηκε παρά μόνο στον 17ο αιώνα. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό, γιατί απλούστατα τότε μονάχα είχαν τελείως εκλείψει οι άνθρωποι που είτε οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει είτε είχε φθάσει μέχρις αυτούς μια ζωντανή περιγραφή του μαρτυρίου της σταυρώσεως. Εαν και σήμερα είχαμε ανθρώπους, και ευτυχώς που δεν έχουμε, που είχαν παρακολουθήσει την σταύρωση δεν θα είχε - όπως θα δούμε σε λίγο - παρουσιασθεί μια τέτοια αμφισβήτηση με αξιώσεις λογικής ισορροπίας.

Βεβαια το ερώτημα αυτό, εάν ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, είναι συνυφασμένο με τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο άνθρωπος όταν σταυρώνεται. Μια κοινή διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι ο θάνατος πάνω στο σταυρό παρουσιάζεται από τον πόνο και την αιμορραγία που δημιουργούν τα καρφιά που έχουν τρυπήσει τα χέρια και τα πόδια του εσταυρωμένου.
Όπως θα δούμε, αυτά δεν είναι παρά απλώς ένα μικρό συμπλήρωμα πολύ βασανιστικό, όπως θα αναπτύξουμε, αλλά όχι με πρωτεύοντα ρόλο στην πρόκληση θανάτου. Ο θάνατος του Σταυρού, ο θάνατος του Χριστού πάνω στο σταυρό, βεβαίως είχε και αυτό και πολλά άλλα προδιαθετικά αίτια.

Ανάμεσα σ αὐ­τά θα αναφέρουμε τα κτυπήματα που δέχθηκε ο Κυριος μας, τον οποίο «εράπιζον, εκολάφιζον, έτυπτον, έδερον», λέει το Ευαγγέλιο οι βάρβαροι στρατιώτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με όλη τη δύναμη η οποία τούς χαρακτήριζε και την τραχύτητα με την οποία ήταν συνηθισμένοι να κάνουν τα μαρτύριά τους την εποχή εκείνη. Αλλά βεβαίως, ενώ γνωρίζουμε ότι ένα ισχυρό κτύπημα στο πρόσωπο ενός απροστάτευτου ανθρώπου από ένα τραχύ στρατιώτη μπορεί πραγματικά να τον φέρει σε κατάσταση αφασίας ή λιποθυμίας, αυτό θα το αντιπαρέλθουμε. Θα το αντιπαρέλθουμε για να φθάσουμε σε μια φράση που ίσως χωρίς πολλή προσοχή την ακούμε διότι σαν μετοχή απλώς του αορίστου αναφέρεται μέσα στο Ευαγγέλιο, όταν μας λέει το Ευαγγέλιο ότι «φραγγελώσας παρέδωσεν αυτόν» (Μαρκ. ιε´ 15).

Ίσως νομίζουμε ότι το φραγγέλιο ήταν μια απλή μαστίγωση. Δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτόν που επρόκειτο να υποστεί το φραγγέλιο τον έδεναν σε μια κολώνα και ο ειδικός δήμιος που εκτελούσε τη φραγγέλωση έπαιρνε ένα μαστίγιο βαρύ το οποίο είχε πολλές λουρίδες στην άκρη του, πάνω στις λουρίδες ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι η μικρά οστάρια, κότσια από αρνί και τις έφερνε με όση δύναμη είχε πάνω στη ράχη του δεμένου ανθρώπου. Πολύ σύντομα, απ  τά πρώτα κτυπήματα ξεσχίζονταν το δέρμα του ανθρώπου που δεχόταν τη φραγγέλωση και ύστερα από μερικά χτυπήματα ακόμη έφευγαν και καταξεσχίζονταν τελείως οι σάρκες του και απογυμνώνονταν τα κόκκαλα της ράχης. Αναφέρονται στην ιστορία αρκετές περιπτώσεις από ανθρώπους, που πέθαιναν την ώρα της φραγγελώσεως.

Σ  αὐ­τή τώρα την καταξεσχισμένη καταματωμένη και καταπονεμένη ράχη, κουβαλούσε ο Χριστός μας το σταυρό του, που ήταν ξύλο βαρύτατο, έτσι ώστε να μπορεί να σηκώσει επάνω του το βάρος ενός ανθρώπου χωρίς να λυγίσει. Και είναι γνωστό, αλλά και πάρα πολύ φυσικό να το περιμένει κανείς, ότι λύγισε κάτω από το βάρος του Σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία που του είχε στοιχίσει απώλεια δυνάμεων, λύγισε κάτω από το βάρος του σταυρού αυτού και έπεσε, όπως λένε οι παραδόσεις, με το πρόσωπο πάνω στη γη, με το πρόσωπο, χωρίς καν να μπορεί να προστατεύσει το σώμα του από τις συνέπειες της πτώσεως χάρις στο σταυρό, τον οποίο ήταν αναγκασμένος να κρατάει και που έπεσε σαν βάρος από πάνω του.

Και ξέρουμε ότι για να μην πεθάνει πριν φθάσει καν στο ύψος του Γολγοθά, ανέθεσαν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο να κουβαλήσει αυτός για τον υπόλοιπο δρόμο το σταυρό. Ας προσθέσουμε ακόμη και για τα αγκάθια που είχε το στεφάνι εκείνο που σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει το κεφάλι Του και όλοι όσοι έχουν μια πείρα από θάλαμο ατυχημάτων Νοσοκομείου, ξέρουνε πόσο ιδιαίτερη τάση έχουν να αιμορραγούν τραύματα στο τριχωτό της κεφαλής. Αυτό λοιπόν το έξαιμο σώμα, το καταπονημένο σώμα, καρφώθηκε επάνω στο σταυρό.

Ας δούμε τώρα για το θέμα του καρφώματος ακριβώς των άκρων πάνω στο σταυρό.
Από την παράδοση και από την κοινή εντύπωση πιστεύουμε ότι τα καρφιά πέρασαν στις παλάμες. Όμως από πειράματα που έκανε ένας Γαλλος χειρούργος ο Barbet επάνω σε πτώματα, είδε ότι είναι αδύνατον ένα καρφί που περνάει ανάμεσα στα κόκκαλα της παλάμης να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη κι αν αυτό στηρίζεται με καρφιά από τα πόδια. Κατω από το βάρος αυτό, εάν περνούσαν από εκεί τα καρφιά, τα καρφιά θα έσχιζαν το δέρμα που είναι στην πρόσθια και στην οπίσθια επιφάνεια της παλάμης πέρα για πέρα ανάμεσα στα δάκτυλα και ο Εσταυρωμένος θα έπεφτε με το κεφάλι κάτω ενώ θα τον συγκρατούσαν μονάχα τα καρφιά με τα οποία ήταν καρφωμένα τα πόδια του.

Ο ίδιος χειρούργος έδειξε ότι το μόνο σημείο στα χέρια του ανθρώπου που μπορεί να στηρίξει σώμα, αν περάσει ένα καρφί απ  αὐ­τό, είναι ο καρπός, και σε επανειλημένα πειράματα που έκανε έδειξε ότι σε όποιο σημείο του καρπού κι αν βάλουμε εν καρφί, αυτό οδηγούμενο από τα οστά και τούς συνδέσμους που βρίσκονται εδώ, θα περάσει από ένα ανατομικό χώρο, γνωστό στούς γιατρούς, που λέγεται χώρος του destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια του καρπού. Και εκείνο που είναι χαρακτηριστικό από μια σειρά 12 παρομοίων πειραμάτων που έκανε ο χειρούργος αυτός είναι δυο παρατηρήσεις του, ότι και στα 2 χέρια κανένα κόκκαλο δεν τραυματίσθηκε η δεν έσπασε από την ήλωση του χεριού. Για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέει και με άλλη μια ευκαιρία, όπως θυμάσθε, το Ευαγγέλιο, ότι δεν θα συντριβεί κανένα κόκκαλο.

Και δεύτερον ότι ακριβώς από το χώρο αυτό σε επαφή με το καρφί βρίσκεται ένα μεγάλο νεύρο του χεριού, το μέσο νεύρο, το οποίο σε όλες τις κακώσεις που θα υποστεί πάνω στο σταυρό το χέρι του Εσταυρωμένου θα βρίσκεται σε αδιάκοπη επαφή και τριβή και τραυματισμό από το καρφί. Τωρα το τι σημαίνει να δέχεται και ένα απλό, ελαφρό ερέθισμα ένα νεύρο, το έχουμε όλοι δοκιμάσει, όταν δεχθούμε σ  ἕ­να σημείο στον αγκώνα μας, ένα κτύπημα. Εκείνο το αφόρητο αίσθημα της ηλεκτρικής εκκενώσεως και της παραλύσεως που δοκιμάζουμε και που πραγματικά επαναστατεί όλο το είναι μας από το ελαφρό κίνημα.

Ας σκεφθούμε λοιπόν ότι όλη την ώρα της σταυρώσεως ένα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο της Σταυρώσεως. Επίσης για το καρφί που θα περάσει από τα πόδια βρέθηκε ότι και αυτό πρέπει να περάσει από ένα σημείο των ποδιών και δεν μπορεί παρά να βρει διέξοδο εκεί, και αυτό είναι ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μετατάρσιο.

Όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα προανάκρουσμα, δεν είναι παρά μια μικρή αρχή του μαρτυρίου της σταυρώσεως και ακόμη δεν μπήκαμε στο αίτιο που φέρνει το θάνατο. Και αυτό το αίτιο που φέρνει το θάνατο έχει μεγάλη σημασία για τη συζήτησή μας, για το αν δηλαδή ο Σταυρωμένος Χριστός πέθανε πάνω στο Σταυρό.

Για να αντιληφθούμε τον μηχανισμό του θανάτου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. Σε μερικές εικόνες παρουσιάζεται ότι οι δύο ληστές δεν είχαν καρφωθεί πάνω στο σταυρό, αλλά είχαν δεθεί τα χέρια τους με σχοινί. Καμμιά παράδοση δεν υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο συνέβη στούς δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, αλλά το ότι αυτό απεικονίζεται, μαρτυρεί κάτι που και πολλοί ιστορικοί περιγράφουν· ότι δηλαδή μπορεί να σταυρωθεί και να πεθάνει ένας άνθρωπος, αν έχει εξαρτηθεί πάνω στο σταυρό, όχι με καρφιά, αλλά απλώς αν έχουν δεθεί τα χέρια του πάνω στο σταυρό.

Αυτή η ποινή ονομάζεται Aufbinden και συνίσταται στο ότι έδεναν αυτόν που είχε τιμωρηθεί, έδεναν τα χέρια του ψηλά από έναν πάσσαλο, έτσι ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του πάνω στη γη. Συντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόταν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις. Το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι του, οι φλέβες του πρηζόταν, το κεφάλι γινόταν όλο υπεραιμικό και ο άνθρωπος σύντομα έφθανε σε λιποθυμία και αν δεν έκοβαν, δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, μπορούσε και να πεθάνει.

Στό ιστορικό του Νταχάου αυτό το μαρτύριο περιγράφει φρικιαστικές περιπτώσεις, όπου άνθρωποι πέθαναν και θανατώθηκαν με το μαρτύριο του Aufbinden. Μαλιστα αναφέρεται ότι κρεμούσαν και ένα μικρό βάρος στα πόδια όταν ήθελαν να συντομεύσουν το μαρτύριο αυτό, που το περιέγραφαν κατάδικοι που βρισκόταν δίπλα την ώρα του μαρτυρίου αυτού, που όταν φθάσει μέχρι τα τελικά του στάδια είναι αποτρόπαιο.


Στην σταύρωση το πρόσωπο του ανθρώπου πραγματικά παραμορφώνεται όπως του κρεμασμένου, ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό, το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθειά κοιλότητα, ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα τόσο, που όπως λένε οι μάρτυρες που ήταν μπροστά, δημιουργούνταν μια λίμνη μεγάλη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια του δυστυχισμένου αυτού καταδίκου.

Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο σταυρός φέρνει τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έλξη χάρις στο βάρος του σώματος που τραβάει το κορμί προς τα κάτω από τα χέρια, μια μεγάλη έλξη των χεριών, των μυών, των βραχιώνων, της ωμικής ζώνης και του θωρακικού τοιχώματος. Αυτή η έλξη βαστάει το θώρακα σε μια συνεχή αναγκαστική θέση εισπνοής καίτοι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτελέσει εκπνευστικές κινήσεις. Και ξέρουμε ότι οι εκπνευστικές κινήσεις γίνονται παθητικά από το θώρακά μας. Ακριβώς χωρίς καμμιά δύναμη, σαν μια αυτόματη επάνοδο του μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακος με την οποία γεμίζει ο θώρακας με αέρα και έτσι μπορεί ο άνθρωπος και ανανεώνει τον αέρα στις κυψελίδες του και οξυγονώνει το αίμα του και μπορεί και συνεχίζει και επιβιώνει.

Στην κατάσταση εξαρτήσεως από τα χέρια, στην κατάσταση της σταυρώσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται σ  ἕ­να μεγάλο, πολύ μεγάλο περιορισμό της αναπνοής του, σαν και εκείνο που θα βρισκόταν εάν είχε δεθεί με ένα πολύ σφικτό θώρακα η εάν είχε πλακώσει τον θώρακά του με ένα πολύ μεγάλο βάρος. Δεν μπορεί να γεμίσει πάλι με αέρα, ώστε ο θάνατος από τη σταύρωση οφείλεται κυρίως σε ασφυξία.

Κατά δεύτερο λόγο, επειδή δημιουργείται αυτή η μεγάλη πίεση μέσα στο θώρακα είναι αδύνατο να παροχετευθεί, να κατέβει προς την καρδιά, το αίμα που βρίσκεται στο κεφάλι. Γι  αὐ­τό και η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των ανθρώπων αυτών, των σταυρωμένων. Εαν δεν είχε κάποια άλλη διέξοδο, αν δεν έβρισκε κάποια άλλη διέξοδο, για να μπορέσει να απαλλάξει το κεφάλι του από αυτή την πληθώρα αίματος θα πέθαινε πάρα πολύ σύντομα πάνω στο σταυρό.

Όμως ο σταυρωμένος βρίσκει μια διέξοδο. Και αυτή είναι να στηρίξει το κορμί του πιέζοντας τα πόδια του πάνω στα καρφιά με τα οποία είναι καρφωμένα. Έτσι ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματάει η εξάρτηση του βάρους από τα χέρια και από τούς ώμους, ανακουφίζεται το θωρακικό τοίχωμα, μπορεί και αναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι το αίμα από το κεφάλι και ο άνθρωπος συνέρχεται. Όμως η κούραση, την οποία έχει δεν του επιτρέπει να καταβάλλει αυτή την μυϊκή προσπάθεια, ώστε να στηρίζει όλο το βάρος του σώματός του από το καρφί το οποίο έχει περάσει από τα πόδια του. Έτσι εξαντλημένος ξαναπέφτει πάλι στην πρώτη θέση, για να ξαναρχίσει πάλι η ασφυξία μέχρις ότου μετά από μια διαδοχική σειρά από τέτοιες προσπάθειες εξαντληθεί, μείνει στην στάση της εξαρτήσεως και πεθάνει από ασφυξία.
Πραγματικά είναι ένα σατανικό σχέδιο θανατώσεως ο σταυρός και γι  αὐ­τό και οι Ρωμαίοι τόσο πολύ ικανοποιούνταν, μέσα σε κείνη τη βάρβαρη επιθυμία τους να βλέπουν τον άνθρωπο να βασανίζεται, από την θέα σταυρωμένων ανθρώπων. Και γι  αὐ­τό, επειδή ήταν τόσο άθλιος ο θάνατος, στη Ρωμαϊκή νομοθεσία αυτός ο θάνατος, ορίζεται να χρησιμοποιείται μονάχα στούς δούλους και τούς προδότες.

Ο Κικέρων, που είχε παρακολουθήσει θάνατο πάνω στο σταυρό, τον ονομάζει· «Cruderissimum et deterimum Supplicium», δηλαδή το πλέον φρικτό βασανιστήριο το οποίο είχε ποτέ παρακολουθήσει. Τωρα σε περιπτώσεις όπου για κάποιο λόγο ήθελε ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος να συντομεύσει την επέλευση του θανάτου, τι έκανε; Με ένα ισχυρό κτύπημα, διέταζε να σπάσουν οι κνήμες του σταυρωμένου και έτσι, αφού πια βρισκόταν ο σταυρωμένος σε αδυναμία να στηρίξει το βάρος του σώματός του στα πόδια του και να ανακουφίσει το θώρακά του και να μπορέσει να αναπνεύσει, αναγκαζόταν πλέον να εξαρτήσει όλο το βάρος, όπως είπαμε, του κορμιού του από τα χέρια του και να πεθάνει μέσα στην ασφυξία. Και αυτό ήταν η ειδική χαριστική βολή την οποία επεφύλασσαν οι έμπειροι Ρωμαίοι εκτελεστές στούς καταδικασμένους σε σταύρωση. Και γι  αὐ­τό είδατε ότι τούς δύο ληστές που ζούσαν ακόμη τούς εκτέλεσαν με τη χαριστική αυτή βολή, τούς έσπασαν τα πόδια. Όταν λέει, πήγαν στον Χριστό, είδαν πως είχε ήδη πεθάνει.

Τωρα εδώ πρέπει να προσέξουμε πολύ. Είναι δυνατόν ένας αξιωματικός επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, που ασφαλώς είχε δει πολλές θανατώσεις με σταύρωση, είναι δυνατόν να απατηθεί; Είναι δυνατόν εκείνη την ώρα να βρίσκεται σε νεκροφάνεια το άτομο; Είναι πασίγνωστο ότι οι νεκροφάνειες δεν συνοδεύονται από άπνοια αλλά μονάχα από φαινομενική άπνοια.

Εαν πραγματικά δεν γίνονται αναπνευστικές κινήσεις είναι αδύνατο να ζήσει ο άνθρωπος περισσότερο από 3-6 λεπτά, εφ  ὅ­σον το αίμα δεν οξυγονώνεται στούς πνεύμονες. Είναι όμως δυνατόν να γίνονται ανεπαίσθητες αναπνευστικές κινήσεις στον σταυρό, την ώρα που για να αναπνεύσει ο άνθρωπος, πρέπει να κάνει μια εργώδη προσπάθεια για να κινήσει για λίγα εκατοστά αέρος μέσα και έξω από τούς πνεύμονές του; Είναι δυνατόν εκείνη την εργώδη προσπάθεια να μην την αντιληφθεί εκείνος, ο οποίος θα πλήρωνε με τη ζωη του, εάν ένας κατάδικος παρουσιαζόταν ότι δεν είχε πράγματι πεθάνει, ενώ ήταν καταδικασμένος σε θάνατο;

Αλλά ίσως εδώ έμενε σε κάποιο πνεύμα που πεισματικά στέκει στην αμφιβολία, μια πεισματώδης άρνηση. Είναι δυνατόν· ωραία.

Ο Κεντιρίων, ο εκατόνταρχος δεν αρκέσθηκε σ  αὐ­τήν την πεισματική γι  αὐ­τόν απόδειξη, αλλά εξετέλεσε πάνω στο σταυρωμένο σώμα μια άλλη, την κλασσική μορφή της χαριστικής βολής, που είχαν οι Ρωμαίοι για όλους τούς καταδίκους σε θάνατο, ασχέτως με τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελούνταν η θανάτωση, δηλαδή την λόγχιση της πλευράς. Αυτό πραγματικά είναι ἕ­να θα­νά­σι­μο κτύ­πη­μα. Μέ ὅ­λη τήν δύναμη που ένας γυμνασμένος στρατιώτης μπορεί να κτυπήσει σχεδόν εξ  ἐ­πα­φῆς με την λόγχη που ήταν στην άκρη του δόρατός του, την κοφτερή εκείνη λόγχη, νά κτυπήσει ένα σώμα, ο Ρωμαίος στρατιώτης έβαλε βαθειά στον θώρακα του Χριστού μας τη λόγχη του.

Και δεν έβαλε απλώς τη λόγχη, αλλά ευθέως έρρευσε ύδωρ και αίμα. Τωρα ποια είναι η μεγάλη δογματική σημασία του ύδατος και του αίματος δεν θα το συζητήσουμε εδώ. Και δεν είναι θέμα που αρμόζει σε μένα, ένα γιατρό, σαν ένα επιστήμονα των θετικών επιστημών που πρέπει να το αναλύσω. Όμως θα πρέπει να πούμε ότι για να τρέξει αίμα θα πρέπει ασφαλώς να τρύπησε αυτή η λόγχη η την καρδιά η ένα μεγάλο αγγείο. Να πούμε ακόμη ότι εάν ο Χριστός μας ζούσε, από όπου και αν προερχόταν αυτό το αίμα, θα ήταν μια συνεχής ροη, ροη με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία ζωής. Όμως μετά από εκείνη την ροη ύδατος και αίματος δεν παρουσιάσθηκε πλέον τίποτε άλλο και ιδίως ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε καμμιά αντίδραση. Αντιθέτως επιβεβαίωσε η έλλειψη αυτή της αντιδράσεως στον Κεντιρίωνα την ήδη υπάρχουσα βεβαιότητα ότι ο Χριστός πέθανε.

Δεν είναι λοιπόν δυνατή η νεκροφάνεια πάνω στο σταυρό, δεν είναι δυνατή η νεκροφάνεια μπροστά σ  ἔ­να τόσο μεγάλο τραύμα, κατά το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι η είσοδος μιας λόγχης μέσα στο θώρακα, δεν προκάλεσε μονάχα την τρώση μεγάλων οργάνων κυκλοφορίας, όπως την καρδιά και των μεγάλων αγγείων, αλλά οπωσδήποτε προκάλεσε μια κατάσταση που τη γνωρίζουν όσοι έχουν κάποια σχέση με την Ιατρική, τον πνευμοθώρακα, δηλαδή, την είσοδο αέρος ατμοσφαιρικού έξω από τούς πνεύμονες, ένα φαινόμενο που όπως γνωρίζουμε είναι ασυμβίβαστο με την επιβίωση.

Ένας ανοιχτός πνευμοθώρακας δεν επιτρέπει την αναπνοή, ακόμη κι αν ο άνθρωπος βρισκόταν στο κρεββάτι του ακόμη κι αν δεν υπήρχε άλλος επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνοή του - όπως είδαμε ήταν πλέον ανύπαρκτη η αναπνοή του - ακόμη και αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο, ένα τέτοιο μεγάλο τραύμα στον θώρακα θα είχε καταργήσει την ικανότητα του αναπνευστικού συστήματος να εκτελεί το έργο του και θα είχε θανατώσει μέσα σε λίγα λεπτά τον άνθρωπο αυτό.

Ας πούμε ακόμη και κάτι άλλο, ότι μετά από αυτή τη διαπίστωση του θανάτου από τον Κεντιρίωνα δεν κατέβασαν αμέσως τον Χριστό από τον Σταυρό.

Κατεβαίνει ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας από τον Γολγοθά που ήταν παρών, μέχρι το πραιτώριο. Παει, βρίσκει τον Πιλάτο και του ζητεί το σώμα του Χριστού. Ο Πιλάτος θαύμασε «ει ήδη απέθανε» για να μας έχει και μας πληροφορημένους απόλυτα ότι όταν πέθανε και κάλεσε τον Κεντιρίωνα, ο οποίος πλέον αυτή την πεποίθησή του δεν την επισφραγίζει μονάχα με το ότι έφυγε αφήνοντας τον Χριστό πεθαμένο, αλλά και με το ότι διαβεβαίωσε την ηγεμόνα, ότι πραγματικά πέθανε. Και αφού λέει το διαβεβαίωσε τότε τρίτος δρόμος· πρώτος του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, δεύτερος του αγγελιαφόρου προς τον Κεντιρίωνα, του Κεντιρίωνα προς τον Πιλάτο, τρίτος δρόμος ξαναανεβαίνει ο Ιωσήφ φέρνοντας μαζί του και την σινδόνη και τότε μονάχα γίνεται αυτή η αποκαθήλωση, πράγμα που δίνει άνετο καιρό σε όλους αυτούς τούς μηχανισμούς του θανάτου και εάν ακόμη, πράγμα λογικώς αδύνατο, θετικώς απαράδεκτο, και εάν ακόμη αυτοί οι μηχανισμοί δεν είχαν προκαλέσει τον θάνατο, να τον προκαλέσουν στο διάστημα αυτό.

Και τώρα αρχίζει η διαδικασία της ταφής, η οποία μας λέει το ευαγγέλιο, έγινε από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και τούς άλλους που βρισκόταν εκεί, καθώς ήταν «έθος» στούς Ιουδαίους. Βρίσκουμε μέσα στο «ταλμούδ» όλη τη διαδικασία της ταφής, η οποία για να αποτρέψει προφανώς το ενδεχόμενο της νεκροφάνειας περιείχε και το να βάλουν επί 15 λεπτά ένα φτερό μπροστά από τα ρουθούνια του πεθαμένου για να βεβαιωθούν ότι δεν κουνάει η αναπνοή του ανθρώπου αυτό το φτερό. Και αφού τον ετοίμασαν, έβαλαν γύρω του σινδόνη η τα οθόνια και τον κάλυψαν από πάνω καθώς ήταν το έθιμο ακριβώς στούς Ιουδαίους και πάνω σε όλα αυτά τα υφάσματα έριξαν 32 κιλά (100 λίτρα) από μείγμα σμύρνας και της αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που καθώς ανακατεύοναι παίρνουν ένα παχύρευστο κολλώδες σχήμα με το οποίο διαποτίζουν κατά ένα τρόπο τελείως αεροστεγή - όταν μάλιστα ρίχνουν 32 κιλά - από όλες τις πλευρές το πτώμα που περιβάλλεται από τα υφάσματα. Ώστε εάν υποτεθεί ότι ένα υγιέστατο άτομο είχε περιτυλιχθεί με το σεντόνι από παντού και με τα οθόνια και είχε περιβραχεί το σεντόνι αυτό με αυτή την κολλώδη και αδιαπέραστη ουσία, που τόσο άφθονα έπεφτε πάνω του, θα είχε πεθάνει από ασφυξία. Ώστε και αν ξεχάσουμε όλες τις άλλες πολυάριθμες αιτίες, που κάθε μια από αυτές αρκεί να προκαλέσει τον θάνατο, έχουμε τώρα εδώ, μέσα στον τάφο, μια πρόσθετη αιτία θανάτου, που είναι η ασφυξία από την σμύρνα και την αλόη.

Τον 18ο αιώνα ο πρώτος που παρουσίασε τα επιχειρήματα της νεκροφάνειας ήταν ο Venturino.

Δεχθηκαν οι ορθολογιστές ότι η σμύρνα και η αλόη αναζωογόνησαν με το άρωμά τους έναν άνθρωπο που βρισκότανε ασφαλώς κατατραυματισμένος, έξαιμος, αφυδατωμένος, ακίνητος, σε λιποθυμία, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν πεθαμένος, πράγμα αδιανόητο. Εαν η σμύρνα και η αλόη είχαν τέτοιοι αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί αντί να χρησιμοποιούμε χίλιες δυο μεθόδους, ενέργειες και εξετάσεις για να σώσουμε τούς βαρειά τραυματισμένους δεν είχαμε παρά να τούς δώσουμε να μυρίσουν σμύρνα και αλόη και αμέσως να αναζωογονηθούν. Η σμύρνα και η αλόη ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου, μια πρόσθετη αιτία, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους που αμφιβάλλουν.

Αλλά ας προεκτείνουμε με ένα πεισματικό και εωσφορικό τρόπο την αμφιβολία μας και πέρα από δω και ας πούμε ότι πραγματικά ήταν νεκροφάνεια και ας πούμε ότι πραγματικά δεν είχε πεθάνει ο Χριστός και ας πούμε ότι δεν παρουσιάσθηκε ανάσταση, αλλά ότι σηκώθηκε την Τρίτη ημέρα και άρχισε να βαδίζει.

Πως, σας παρακαλώ, μπόρεσε να απαλλαγεί απο αὐ­τό το σφικτό κλοιό των ενδυμάτων, των ρούχων των υφασμάτων που τον περιέβαλλαν; Πως μπόρεσε να αποκυλήσει το βαρύ λίθο με τον οποίο σφράγισε ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας τον τάφο, τον βαρύ λίθο, τον οποίο τρεις γυναίκες πηγαίνοντας το πρωι της Κυριακής, διερωτούνταν ποιός θα τις βοηθήσει να τον κυλήσουν; Και τέλος πάντων, αυτό το κατατραυματισμένο, το εξαντλημένο σώμα, εάν υποτεθεί πως θα σηκωνόταν, εάν υποτεθεί πως θα κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα θα ξανάπεφτε κάτω σε μια αθλία κατάσταση και δεν θα μπορούσε να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του, παρά μετά από μια πολύμηνη θεραπεία, ακόμη κι αν είχε τα μέσα, τα οποία σήμερα έχουμε για να κάνουμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων που βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στον θάνατο.

Είναι πραγματικά έτσι οι εμφανίσεις του Χριστού;

Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο όλοι εκείνοι στούς οποίους εμφανίσθηκε, αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει το Ευαγγέλιο. Γιατί από την υγεία από την οποία έσφυζε το σώμα, πείσθηκαν αυτοί οι δύσπιστοι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά αναστήθηκε.

Αντί να σέρνεται, λοιπόν, και να λιποθυμάει αυτό το σώμα, που πραγματικά προκαλούσε οίκτο και αηδία από τα βασανιστήρια που είχε περάσει, έχουμε μια εμφάνιση ανθρώπου που ήτανε γεμάτος σφρίγος, που ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση, ένα σώμα που περπατάει τόσο γρήγορα ώστε να κατορθώνει να φθάσει δυο ανθρώπους που βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ και που προπορευόταν από αυτό και τούς έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για άλλη μια μεγάλη απόσταση μέσα στο σούρουπο. Ώστε πρόκειται πραγματικά για εμφανίσεις ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη υγεία και δύναμη.

Ώστε το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στο σταυρό, το ότι είναι αδύνατο παρά να παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις του είναι εμφανίσεις ανθρώπου που αναστήθηκε μετά από το μαρτύριο του σταυρού, αυτό έχει θετικώτατα πλέον αποδειχθεί στην Ιατρική Επιστήμη.

Τωρα ερχόμαστε στην δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων. Στο αν οι εμφανίσεις αυτές ήταν πραγματικές.

Αν η περιγραφή και η μαρτυρία μέσα στην Αγία Γραφή, για τις εμφανίσεις αυτές είναι αξιόπιστες.

Τωρα, εδώ, χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, της νομικής επιστήμης, η οποία είναι επιστήμη που με μεγάλη ακρίβεια, με μεγάλη λογική προσοχή, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Διότι, προκειμένου να αποδώσει ευθύνες, προκειμένουν να απαγγείλει κατηγορίες και να εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε ενδείξεις και μαρτυρίες. Γι  αὐ­τό λοιπόν έχει με πολύ λεπτό ηθμό και μεγάλη λογική αυστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιές μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιές δεν είναι και πότε μια μαρτυρία και μια ένδειξη είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί.

Τωρα θα πρέπει να πούμε ότι εάν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις του Χριστού που υπάρχουν μέσα στα Ευαγγέλια και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, εάν οι μαρτυρίες αυτές δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα είναι αποτέλεσμα δύο ειδών παρεκκλίσεων από την αλήθεια: Η θα πρόκειται περί ψευδαπάτης η ψευδαισθήσεως η θα πρόκειται περί απάτης.



Ας πάρουμε τώρα μία - μία τις δύο αμφισβητήσεις.

Ας πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων.
Οι ψευδαισθήσεις θα μας αναγκάσουν τώρα να ξαναγυρίσουμε πάλι στην ιατρική. Γιατί οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο που η ιατρική το έχει επί χρόνια πολλά και επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει και οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται στον άνθρωπο με ορισμένους τρόπους.
Ας αναφέρουμε μερικούς από τούς τρόπους αυτούς.

Πρώτα - πρώτα τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα και έχουν ψευδαισθήσεις αποτελούν μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων που έχουν την προδιάθεση γι  αὐ­τές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μια προέκταση των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα που η πραγματοποίησή τους επιθυμείται πολύ έντονα από τα άτομα αυτά.

Στο πρώτο λοιπόν πρέπει να υπάρχει μια προδιάθεση.
Το δεύτερο είναι ότι τα άτομα αυτά ανήκουν σ  ἕ­να ορισμένο τύπο ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στις εκδηλώσεις αυτές.

Επίσης, εάν πολλά άτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο, τον χαρακτήρα, τις εμπειρίες που χαρακτηρίζει το κάθε ένα. Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Έπίσης αυτές οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλη ώρα και τόπο. Σε περιστάσεις δηλαδή όπου υποβάλλουν τον άνθρωπο για τις ψευδαισθήσεις αυτές. Τελος εάν οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, τότε η επάνοδός τους παρουσιάζεται επί πολύ χρονικό διάστημα.

Ας δούμε τώρα, ακολουθούν οι εμφανίσεις του Χριστού, έστω και ένα από τούς βασικούς αυτούς κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουνε τις παθολογικές ψευδαισθήσεις των ανθρώπων;

Πρώτα απ  ὅ­λα, εκείνοι στούς οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός είχαν πράγματι προδιάθεση για να δουν τον Χριστό αναστημένο;

Καθε άλλο. Όχι μονάχα ήταν καταπτοημένοι, όχι μονάχα ήταν βέβαιοι ότι η υπόθεση τελείωσε, αλλά και όταν ακόμα έφθασαν επανειλημμένα μηνύματα από πρόσωπα αξιόπιστα, από πρόσωπα που ζούσαν ανάμεσά τους και τούς βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήταν αληθινές οι εμφανίσεις αυτές, ότι πραγματικά ο Χριστός αναστήθηκε. Ώστε λοιπόν, όχι μόνο δεν ήταν προδιατεθειμένα τα πρόσωπα αυτά για ψευδαισθήσεις, αλλά ήταν και αρνητικά προδιατεθειμένα για να πιστέψουν ότι είναι δυνατόν να δουν τον Χριστό.

Τωρα, είπαμε, ότι τα πρόσωπα που παθαίνουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ  ἕ­να ορισμένο τύπο.

Και μάλιστα τύπο επιρρεπή προς τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε, τώρα, ανήκουν σ  ἕ­να ορισμένο τύπο τα πρόσωπα αυτά; Τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζουμε απ  τά ίδια τα γραπτά τους και τις αφηγήσεις τους. Κατ  ἀρ­χήν είναι πρόσωπα που δεν έχουν φαντασιώσεις.

Ας πάρουμε τον τελώνη Ματθαίο.
Άνθρωπο που πέρασε όλη του τη ζωη πάνω σε λογαριασμούς. Τον Ματθαίο που το Ευαγγέλιο του είναι γεμάτο από ρεαλισμό, που δεν έχει τίποτε το ποιητικό, που δεν έχει τίποτε το λυρικό, που είναι μια πολλή προσεκτική παράθεση γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές, εξαιρετικά ρεαλιστικές.

Ας πάρουμε τον Θωμά.
Ο Θωμάς καθόλου ασφαλώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο άνθρωπος που όταν οι 10 μαθητές, που είχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια αδιάκοπης ζωής, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται και λέει· «Δεν θα πιστέψω όχι, όχι αν τον δω, αλλά εάν δεν αγγίξω τον Χριστό και μάλιστα ακριβώς στο σημείο του σώματός του που μαρτυρεί ότι πέθανε». Είναι αυτός ένας τύπος ανθρώπου προδιατεθειμένος για ψευδαισθήσεις;

Και ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος.
Ο Παύλος ο οποίος κυριολεκτικά θέριζε την εκκλησία και κάθε άνθρωπο που ήθελε να πει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να δει και για να ακούσει τον αναστημένο Χριστό, τη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν στο αποκορύφωμα της μανίας του εναντίον της ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε;

Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι στούς οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις αυτές, ήταν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο, μάλιστα με τύπο ξένο προς την εμφάνιση της ψευδαισθήσεως. Και ακόμη ξέρουμε πως εμφανίσθηκε σε 500 ανθρώπους ταυτοχρόνως. Και οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν πως τον είδαν στην μεγάλη τους πλειονότητα. Είναι δυνατόν 500 πρόσωπα να ανήκουν όλα η σχεδόν όλα στον τύπο του ανθρώπου που βλέπει ψευδαισθήσεις;

Τωρα είπαμε επίσης ότι αν πολλά πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα ανάλογο προς την προσωπικότητα του καθενός. Και γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως θα ήταν και επόμενο να το περιμένουμε ότι τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με στοιχειώδη έτσι ψυχολογική προσοχή, αντιλαμβάνεται τις μεγάλες διαφορές που υφίσταντο, τις βασικές, θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρος που υπάρχουν ανάμεσα στον απόστολο Πετρο, στον απόστολο Παύλο και στον ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες του Ευαγγελίου, των μαθητών του Χριστού, αποτελούν ένα φάσμα που μπορούμε να πούμε αντιπροσωπεύει περίπου όλους τούς ανθρωπίνους τύπους. Εν τούτοις όλοι τους δέχονται και παραδέχονται ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και το μίλημά του όταν τούς μίλησε, είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ο,τι είδαν και για το ο,τι άκουσαν. Και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδέα ότι οι εμφανίσεις του Χριστού θα ήταν ψευδαισθήσεις. Είπαμε ακόμη ότι οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και χρόνους και ώρες και ημέρες.

Εδώ βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα. Άλλοτε και συνήθως ο Χριστός εμφανίζεται στο φως της ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα, μέρα μεσημέρι, απόγευμα και περπατάει στούς αγρούς επί ώρες, εμφανίζεται στον κήπο του νεκροταφείου της Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται στο όρος των Ελαιών, εμφανίζεται σ  έ­να μικρό λόφο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται σ  ἕ­να δωμάτιο όπου ήταν κλεισμένοι οι μαθητές. Εμφανίζεται δίπλα στη λίμνη της Τιβεριάδος όπου έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου όμοιοι λοιπόν οι τόποι αυτοί και καθόλου υποβλητικοί για να δημιουργούν το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις.

Και ακόμη είπαμε πως όταν οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται, τότε επαναλαμβάνονται επί πολύ διάστημα και η τείνουν να αραιώσουν η να ατονίσουν, οπότε λίγο - λίγο, σιγά - σιγά εξαφανίζονται η τείνουν να εντείνονται και να γίνονται συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε μια κρίση.  Αυτό λέει η Ψυχιατρική.

Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε. Οι εμφανίσεις του Χριστού παρουσιάζονται με τον ίδιο ρυθμό και μετά από 40 ημέρες διακόπτονται χωρίς να έχουν φθάσει ούτε σε μια αραίωση ούτε σε ένα αποκορύφωμα, και διακόπτονται μετά την Ανάληψη.

Ας σημειώσουμε ακόμη, ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα, δηλαδή εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο· όχι μόνο οι περισσότερες από αυτές τις εμφανίσεις συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο ο οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σε κείνους που τον βλέπουν αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή. Βλέπουμε την διαβεβαίωση την οποία παίρνει ο απόστολος Θωμάς με την αφή.

Και ακόμη ότι για να μην μείνει αμφιβολία στούς μαθητές ότι πραγματική ήταν και όχι ψευδής εντύπωση η εμφάνιση του Χριστού, όταν τούς είδε ακριβώς από την ταραχή τους και τον φόβο τους και την δυσπιστία που είδαμε, να αμφιβάλλουν για ο,τι ακριβώς βλέπουν, ο Χριστός έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρύθρα από μέλισσα. Οπότε μετά την αποχώρησή του να έχουν την διαβεβαίωση ότι πραγματικά παρουσιάσθηκε με σώμα αληθινό· πρώτον από το γεγονός ότι το ψάρι και το μέλι που και οι ίδιοι ήξεραν ότι προηγουμένως έτρωγαν ότι υπήρχε επάνω στο τραπέζι, αλλά είναι και τροφές οι οποίες αφήνουν υπόλειμμα. Το κερί, από τήν κηρύθρα και το κόκκαλο από τό ψάρι. Ακόμη ο Χριστός μαγειρεύει, ψήνει ο ίδιος το ψάρι στη λίμνη, το ψάρι που είχε ο ίδιος όσο και το ψάρι που είχαν ψαρέψει εκείνοι και τρώνε όλοι μαζί. Έχουμε λοιπόν και υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις αυτές, τα οποία διαψεύδουν και συντρίβουν τελείως τα επιχειρήματα ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις.

Πως θα ήταν δυνατόν από ψευδαισθήσεις να είχαν και να μαρτυρούν και σε μας οι μαθητές ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις εμφανίσεις αυτές του σώματος του αναστημένου Χριστού;

Εαν τώρα οι εμφανίσεις αυτές που περιγράφησαν δεν είναι αποτέλεσμα αυταπάτης, μήπως είναι αποτέλεσμα απάτης; Διότι αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφιβολία. Ότι ήταν δηλαδή αποτέλεσμα απάτης. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα απάτης οφείλεται στο γεγονός ότι τα πρόσωπα από τά οποία μαρτυρείται ότι είδαν τον Χριστό και μαρτυρείται επί πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την Ανάστασή Του ότι είδαν τον Χριστό, (στην Α´ προς Κορινθίους επιστολή απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Απόστολος Παύλος συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο του Μαρκου, ότι πάνω από 500 άνθρωποι είδαν τον Χριστό), τα πρόσωπα λοιπόν αυτά ήταν πάρα πολλά.

Είναι λοιπόν πραγματικά αδύνατο, τόσα πολλά πρόσωπα επί τόσα πολλά έτη, να έκαναν μια τόσο χονδροειδή και βλάσφημο απάτη και να μη βρέθηκε ούτε ένα πρόσωπο, το οποίο να επανέλθει και να μαρτυρήσει και να διαμαρτυρηθεί ότι το ίδιο συμμετείχε σε μια απάτη και έπεσε θύμα αυτής. Οπότε αυτό για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή που χρησιμοποιεί τούς κανόνες περί ενδείξεων της νομικής επιστήμης, το ότι έχει τόσους πολλούς μάρτυρες η εμφάνιση του Χριστού, αυτό και μόνο αποκλείει το ενδεχόμενο της απάτης.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο της απάτης πρέπει να αποκλεισθεί είναι ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση του Χριστού και την Ανάστασή Του, συνοδεύεται και συνοδευόταν πάντα, με την διακήρυξη του πιο υψηλού κηρύγματος αρετής που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα. Μιας αρετής που δεν περιορίζεται μονάχα στην πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων εναρέτων αλλά και φθάνει με απόλυτη αυστηρότητα ακόμη και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις του κάθε ανθρώπου. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι που όχι μονάχα κήρυξαν αυτό το κήρυγμα αλλά άνθρωποι, που κατά την μαρτυρία των πιο άσπονδων εχθρών τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωη στο κήρυγμα αυτό το τόσο αυστηρό, να πουν και να στηρίξουν όλο τους το κήρυγμα πάνω σ  ἕ­να τόσο χονδροειδές ψέμα. Ακόμη η υποψία ότι πρόκειται για μια απάτη αποδεικνύεται εσφαλμένη από το γεγονός της συμπεριφοράς των αποστόλων που αναφέραμε μέχρι της 3ης ημέρας μετά τη σταύρωση του διδασκάλου.

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν περίτρομοι, ήταν καταπτοημένοι. Ήταν πεπεισμένοι, όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία περιγράφουν την Σταύρωση και τις φήμες όπως νόμιζαν περί αναστάσεως, στον Χριστό, στον ίδιο τον Χριστό, οι δύο μαθητές προς Εμμαούς. Ήταν πεπεισμένοι ότι η υπόθεση αυτή του Χριστού έληξε άδοξα με τη σταύρωσή Του. Ήταν οχυρωμένοι πάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατο να τον είδαν άνθρωποι ζωντανό και αυτό δεν ντρέπονται να το φανερώσουν οι ίδιοι. Και αυτή τη στροφή των 180ο την εμφανίζουν οι ίδιοι μόνον μετά απ την τρανή απόδειξη ότι πράγματι δεν μπορεί παρά να είναι μια αληθινή παρουσία η συνάντησή τους μαζί Του.

Εαν οι άνθρωποι αυτοί ήθελαν να πουν μια απάτη, δεν θα απέφευγαν να φανερώσουν όλους τούς ενδοιασμούς τούς οποίους είχαν; Δεν θα απέφευγαν να διακηρύξουν σ  ὅ­λα τα πέρατα της γης και να το γράψουν όλα τα Ευαγγέλια ότι ήταν οι ίδιοι εκείνοι που αμφισβητούσαν, εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν, εκείνοι που παρουσίαζαν επιχειρήματα, εκείνοι που έλεγαν ότι επρόκειτο για λήρο, για μια συναρπαγή, για ένα ψέμα, αυτές οι διηγήσεις για την εμφάνιση του Χριστού και πως αυτά τα πρόσωπα τώρα, τα τρομαγμένα, τα περίτρομα έρχονται όχι μονάχα να το διακηρύξουνε μπροστά στούς δυνατούς της γης μπροστά στούς ισχυρούς και μπροστά στούς ενόπλους, που ήταν έτοιμοι να να τούς συντρίψουν αλλά και να δίνουν μετά από διωγμούς μετά απο βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι χωρίς εξαίρεση τη ζωη τους για μια τέτοια απάτη;

Όπως λέει σωστά ένας Γαλλος ο Goguel «είναι αδύνατον για ένα ψέμα να υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και να δώσει τη ζωη του με βάσανα και τυραννισμούς». Το ψεύδος το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να αποφύγει τον διωγμό, όχι για να τον υποστεί.

Ώστε λοιπόν το όλο κήρυγμα Εκκλησίας, στηρίζεται πάνω στη διαβεβαίωση για την Ανάσταση. Και πρέπει να πούμε ακόμα, και θα  πρε­πε να το πούμε ίσως το πρώτο απ  ό­λα, ότι αυτή τη διαβεβαίωση για την Ανάσταση την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός, το είπε σαφέστατα και το διακήρυξε και το υποστήριξε. Και πως είναι δυνατόν αυτόν που όχι απλώς κήρυξε, αυτόν ο οποίος έζησε από το κήρυγμα, αυτόν ο οποίος χωρίς καμμιά αμφισβήτηση ανέβηκε πάνω στο Σταυρό γι  αὐ­τό το κήρυγμα, πως είναι δυνατόν αυτόν τον άνθρωπο να τον θεωρήσουμε σαν ένα απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την ταφή Του οποίος σκηνοθετεί την Αναστάσή Του;

Τωρα αφού μιλήσαμε για την απόλυτη αξιοπιστία των εμφανίσεων του Χριστού που είναι η δεύτερη κατηγορία των αμφισβητήσεων, θα έλθουμε στην 3η κατηγορία που εύκολα ανατρέπεται, δηλαδή σχετικά με τον κενό τάφο.

Η πρώτη αμφισβήτηση για τον κενό τάφο είναι εκείνη η οποία παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και αναγγέλει στούς αρχιερείς πάντα τα γενόμενα· Τον σεισμό που έγινε και την ένδοξη ανάσταση του Χριστού. Και τι λένε οι αρχιερείς; Τούς έδωσαν λέει αργύρια ικανά και τούς είπαν να διαδώσουν ότι «αυτών κοιμωμένων έκλεψαν οι μαθηταί το σώμα».

Αυτή βέβαια η απλή ανατροπή αυτής της εκδοχής είναι εκείνη η φράση ότι «αν κοιμούνταν πως είδαν τι έγινε» ότι δηλαδή έφυγε το σώμα απ  ἐ­κεῖ. Και αν δεν κοιμούνταν πως άφησαν αυτοί οι στρατιώτες τούς μαθητές να πάρουν τον Κυριο»; Τωρα η άλλη σκέψη είναι ότι το σώμα δεν το απομάκρυναν οι μαθητές, αλλά το απομάκρυναν οι αρχιερείς και αυτό για να μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των οπαδών του Χριστού. Αλλά και εδώ πάλι αυτό είναι τελείως αδιανόητο και ξένο προς τη λογική. Ξερουμε ότι λίγες ημέρες μετά δέχθηκαν κατά πρόσωπο μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους αυστηρότατη κατηγορία του Πετρου ότι «απέκτειναν τον αρχηγόν της ζωής, ον ο Θεός ήγειρε εκ νεκρών» Και έτσι ο Πετρος δημιούργησε χιλιάδες πιστών απ  τήν ημέρα εκείνη και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία.

Ποσο απλό θα ήταν να αποστομώσουν στη γένεσή του το χριστιανικό κήρυγμα οι αρχιερείς, παρουσιάζοντας το πτώμα του Χριστού το οποίο είχαν κρύψει. Αμέσως αυτό θα έπαυε για πάντα στο ξεκίνημά της αυτή την κίνηση η οποία αδιάκοπα αφαιρούσε οπαδούς από το Συνέδριο των Γραμματέων και Φαρισαίων. Θα σταματούσαν αυτήν την βλάσφημη αίρεση παρουσιάζοντας το σώμα του Χριστού και θα απεδείκνυαν εύκολα, και ήταν στο χέρι τους να το κάνουν πρόκειται για μια πλάνη.

Ο Αρχιδικαστής της Αγγλίας, όπως θα λέγαμε σε μας ο πρόεδρος του Αρείου Παγου, λόρδος Darling, συνοψίζει τον έλεγχό του νομικώς πάνω σε ενδείξεις για την Ανάσταση του Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο αυθεντικά, ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε άλλο· «Εμείς λέει σαν Χριστιανοί καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνο με την πίστη. Το βασικό θέμα, εάν δηλαδή ο Ιησούς Χριστός ανέστη από τούς νεκρούς ή όχι, πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο που διεκήρυξε, δεν καλούμαστε να το παραδεχθούμε μόνο με την πίστη. Υπάρχουν για την πεποίθηση αυτή, ότι είναι πραγματικά μια ζωντανή αλήθεια, υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις θετικές και αρνητικές απ  τά γεγονότα και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους στον κόσμο δεν θα εξέφερε άλλη απόφαση παρά ότι η Ανάσταση είναι πράγματι αληθινή».

 Αλλά για να αποδειχθεί η αλήθεια της Αναστάσεως πολλοί παρουσιάζουν εκείνο το επιχείρημα, το θετικό εκείνο επιχείρημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι το πιο πειστικό επιχείρημα για μας τούς ανθρώπους που ζούμε σε μια εποχή αρνήσεως, αποστασίας και συγχύσεως. Είναι ακριβώς οι απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία στην πίστη χάρις στην Ανάσταση του Χριστού. Υπάρχουν πάρα πολλές, υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις και θα αναφέρουμε μονάχα τις περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων του πνεύματος, οι οποίοι διετέλεσαν άπιστοι και έγιναν πιστοί.

Υπήρχε στην Αγγλία ο καθηγητής Joad, καθηγητής της Φιλοσοφίας από τούς πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφινε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με τίτλο «ο dr Joad και ο Θεός», να υποστηρίζει την ανακρίβεια του Ευαγγελίου. Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για να παρουσιάσει επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως μόνος του χωρίς καμμιά επίδραση πείσθηκε ότι το αντίθετο από όσα κήρυττε ήταν αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι όσα πίστευε ήταν ψέμα και αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και κήρυξε σ  ὅ­λο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κυριος και Θεός.

Στον 18ο αιώνα, όπως αναφέραμε, είχε φθάσει η άρνηση στο αποκορύφωμά της και στην Αγγλία ο Montesqieu έλεγε ότι, εάν ένας άνθρωπος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι πιστεύει, δεν αντιμετωπίζεται με τίποτε άλλο παρά με γέλια και καγχασμούς.

Την εποχή εκείνη δυο μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έβαλαν για σκοπό της ζωής τους να συγγράψουν δυο συγγράμματα, για να αποδείξουν ο πρώτος ότι η επιστροφή του Παύλου δεν οφείλεται σε πίστη, και ο δεύτερος ότι η Ανάσταση του Χριστού ήταν ψέμα.

Ο πρώτος, ο λόρδος Lytletton μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επέστρεψε με ένα κείμενο που αποδείκνυε ότι η συνάντηση του Παύλου με τον αναστημένο Χριστό είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο της Δαμασκού. Και ο άλλος, ο Gilbert West έγραψε ολόκληρο σύγγραμμα το οποίο ονομάζει «Παρατηρήσεις της Ιστορίας και των Ενδείξεων της Αναστάσεως του Χριστού» και περιέχει μια σωρεία από επιχειρήματα, πολλά περισσότερα από όσα αναφέρουμε εδώ, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια της Αναστάσεως.

Θα έχετε ακούσει ίσως ότι το πλέον διάσημο σατυρικό περιοδικό παγκοσμίως είναι το «Punch». Επί έτη εκδότης του Punch υπήρξε ο Muggeridge, πνεύμα οξύ και σκωπτικό, ο οποίος δεν δίσταζε να διακηρύττει την απιστία του. Μια επίσκεψη όμως στούς Αγίους Τοπους κατέληξε σε αποτέλσμα αντίθετο από εκείνο το οποίο ανέμενε και επιδίωκε ο Muggeridge. Αντί να κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθηση στο θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με την ακλόνητη πεποίθηση για την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως και με μια τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε σήμερα κατόπιν ένας από τούς κυριότερους ηγέτες του χριστιανικού κινήματος στην Μ. Βρεττανία.

Στο περίφημο «Φεστιβάλ Φωτός», στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση στην πλατεία Trafalgar του Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος καυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον της χυδαιότητος και της παρακμής στην οποία οδηγεί η απιστία.

Ίσως όμως πραγματικά για κείνον που θέλει να κουράσει τη σκέψη του, αυτό είναι πραγματικά ανάγκη γύρω από το θέμα αυτό, ίσως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του Morison. Αυτός από μικρή ηλικία, από παιδική ηλικία είχε διαβάσει από τούς Κριτικούς της Γερμανικής Σχολής, την Κριτική της Αγίας Γραφής. Και είχε πλούσια οπλισθεί με επιχειρήματα κατά της Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με τα επιχειρήματα αυτά να γράψει ένα βιβλίο που πραγματικά, λογικά θα έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάσταση δεν είχε πραγματοποιηθεί. Και καθώς άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, βρήκε ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό να γραφεί. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφεί αλλά οι σκέψεις και τα λόγια τα οποία έγραφε, οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο. Λεει ο ίδιος· «Η δύναμη των περιστάσεων με ανάγκαζε να γράφω κάτι το τελείως αλλοιώτικο, όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν, γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μια μεταβολή εξ  αἰ­τί­ας της επιμονής αυτων των ίδιων των γεγονότων». Ο συγγραφέας ανακάλυψε μια ημέρα ότι όχι μονάχα δεν μπορούσε να γράψει το βιβλίο που είχε σχεδιάσει, αλλά και ότι αν ήθελε, δεν μπορούσε. Και από αυτή την προσπάθεια προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο του Morison «Ποιός κύλισε τον λίθο;» που είχε κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και αποτελεί πραγματικά ένα μνημείο λογικής εργασίας, όπου παίρνει όλες τις διεξόδους της αμφιβολίας και τούς κόβει το δρόμο με τις ίδιες της μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και με τη λογική πάνω σ  αὐ­τές δέχεται να ασκήσει το έργο της αμφισβητήσεως και που αποτυγχάνει.